Είναι προτιμότερο να χρωστάς σε συγγενείς σου παρά σε ξένους. Είναι επίσης προτιμότερο να οφείλεις στον συνέταιρό σου στην εταιρεία παρά στη Μαφία.

Είναι επίσης πολύ καλύτερα να χρωστάς πολλά χρήματα με χαμηλό επιτόκιο για πολύ ίσως και για ατελείωτο χρόνο, αποπληρώνοντας σε μικρές δόσεις, παρά να σου μειώσουν το ποσό, αλλά να πρέπει να πληρώσεις σύντομα μεγάλα ποσά και μάλιστα με όχι και τόσο βολικό τόκο.

Ακούγεται σαν παραβολή. Είναι όμως μια περίληψη της προβληματικής για το χρέος που απομένει –αυτά τα 324 περίπου δισ. ευρώ που η Ελλάδα συνεχίζει να χρωστάει.

Με πιο τεχνική ορολογία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι, λαμβάνοντας υπόψη τη μοναδικότητα του ελληνικού χρέους τόσο όσον αφορά την οργάνωση των αποπληρωμών όσο και τη φύση των δανειστών, ένα κούρεμα του χρέους δεν θα ήταν η ιδανική θεραπεία για κάθε νόσο της ελληνικής οικονομίας. Αν μάλιστα η ιδέα αυτή εγκαταλειφθεί, δεν θα είναι μόνο γιατί δεν τη δέχονται οι δανειστές μας.

Αλλά γιατί μια νηφάλια εκτίμηση των στοιχείων δείχνει ότι το κούρεμα από μόνο του δεν είναι θέσφατο, ενώ ενέχει τόσους κινδύνους ώστε ανάλογα με την οργάνωσή του και σε σύγκριση με άλλες επιλογές να μη μας συμφέρει! Μια καλή διευθέτηση των όρων δανεισμού, με εξασφάλιση χαμηλών επιτοκίων και μεγάλου χρόνου ωρίμασης των δανείων, μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερα οφέλη από [το] ένα κούρεμα.

ΚΛΑΟΥΣ ΡΕΓΚΛΙΝΓΚ. «Aνευ νοήματος» –στα αγγλικά meaningless –είχε χαρακτηρίσει σε ανύποπτο χρόνο, πριν από 10 μήνες, σε συνέντευξή του στη «Wall Street Journal» ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ την εμμονή του ΔΝΤ να προσδιορίζει τη βιωσιμότητα του χρέους στην περίπτωση της Ελλάδας με βάση το ύψος του ως ποσοστού του ΑΕΠ. Ενας χαρακτηρισμός που θα μπορούσε να δείχνει τον δρόμο της διαπραγμάτευσης.
Εκπληξη! Κανείς δεν το λέει ανοιχτά, αλλά είναι μια άποψη που πολλοί ασπάζονται. Σύμφωνα με την ανάλυση, σημασία δεν έχει το απόλυτο μέγεθος του χρέους, αλλά το πώς εξυπηρετείται. Αν τα επιτόκια είναι χαμηλά και η διάρκεια μεγάλη, μπορείς άνετα να το εξυπηρετείς –και ελάχιστη σημασία έχει αν είναι 120% του ΑΕΠ, όπως θέλει το ΔΝΤ για να το θεωρήσει βιώσιμο, ή 177% του ΑΕΠ, όπως σήμερα.

Πράγματι, το μοντέλο του χρέους προς ΑΕΠ έχει νόημα ως κριτήριο βιωσιμότητας όταν:

1) οι περίοδοι δανεισμού έχουν βραχυ – μεσοπρόθεσμο ορίζοντα όπως συμβαίνει στις περισσότερες περιπτώσεις αλλά όχι στην Ελλάδα,

2) όταν δεν υπάρχουν εκτεταμένες περίοδοι χάριτος, όπως στην Ελλάδα,

3) όταν οι δανειστές δεν μοιράζονται κοινά σχέδια μαζί σου,

4) όταν τα δάνεια έχουν ομοειδή χαρακτήρα. Ενας από τους λόγους που λίγοι ανησυχούν για το πάνω από 200% χρέος προς ΑΕΠ της Ιαπωνίας ή για το περίπου 134% της Ιταλίας είναι ότι αποτελεί εσωτερικό δανεισμό, βρίσκεται σε φιλικά χέρια.

Εφόσον λοιπόν στοχεύουμε στην εύρυθμη και άνετη εξυπηρέτηση του χρέους, ώστε αυτό να εξομαλυνθεί και να εξοικονομηθούν πόροι για την ανάπτυξη, τα επιτόκια είναι η κρίσιμη παράμετρος που σπρώχνει προς αυτή τη λύση. Αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά είναι βέβαιο ότι τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν και τότε –αν δεν έχουμε φροντίσει να τα δέσουμε σε χαμηλά επίπεδα –θα έχουμε πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα σε σύγκριση με τη διατήρηση του απόλυτου ύψους του χρέους στα σημερινά επίπεδα.
Με άλλα λόγια: Ακόμη και αν οι εταίροι μας μάς έκοβαν 150 δισ. ευρώ από τα 324 δισ. ευρώ του χρέους μας (πράγμα απίθανο), οι εκτιμήσεις λένε ότι σε 50 χρόνια οι τόκοι θα το είχαν επαναφέρει στα 300 δισ. ευρώ, καθώς τα επιτόκια δεν θα ήταν σ’ αυτή την περίπτωση βεβαίως χαριστικά, αλλά θα κυμαίνονταν στο 3-4%. Πόσω μάλλον αν μας κόψουν μόνο 10-20 δισ. ευρώ, όπως διαφαίνεται από τις προθέσεις του ΔΝΤ. Κυριολεκτικά «άνευ νοήματος». Ή «άσχετο», όπως είναι η λέξη που προτιμάται εν Αθήναις.

Αντίθετα, οι διευθετήσεις με τον χρόνο ωρίμασης και τα επιτόκια καθιστούν το χρέος πραγματικά βιώσιμο, αφού το κόστος εξυπηρέτησης κάθε χρόνο θα αντιστοιχεί σ’ ένα χρέος –με όρους αγοράς –της τάξης του 80-90% του ΑΕΠ. Στα συν μιας τέτοιας προσέγγισης είναι μια πολύ πιο ομαλή πολιτική σχέση με τους εταίρους μας στην ευρωζώνη.

Ωστόσο, τα πράγματα δεν θα είναι απλά, σε κάθε περίπτωση.Το πώς θα γίνουν οι διευθετήσεις έχει διαφορετικό οικονομικό και πολιτικό κόστος για καθέναν από τους εταίρους (ΔΝΤ, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και κράτη – μέλη). Με αποτέλεσμα ο καθένας τους να προσέρχεται στη διαπραγμάτευση με διαφορετική ατζέντα. Ισως αυτό να έχει κι ένα καλό. Οτι αφήνει τα περιθώρια να βάλει η κυβέρνηση τη συζήτηση στο δικό της γήπεδο.