Το πρωινό της Δευτέρας 15 Ιουλίου 1974 με βρήκε νωρίς στο γραφείο της «Ροδιακής». Τον καφέ μόλις είχε φέρει ο Γιώργος Χαβιαράς –ένας γραφικός καφετζής που διατηρούσε μικρό καφενείο στα σκαλοπάτια της εισόδου των γραφείων της Νέας Αγοράς –φωνάζοντας πάντα «ζήτω ο Καραμανλής» και «ζήτω ο βασιλεύς Κωνσταντίνος», ενώ το ραδιόφωνο, ένα παλιό Τελεφούνκεν, μετέδιδε τραγούδια από τον ραδιοσταθμό της Λευκωσίας, όπου πάντα ήταν «καρφωμένη» η βελόνα, περιμένοντας τα «καλά νέα» και κανένα τραγούδι του Μίκη, που ήταν τότε απαγορευμένο στην Ελλάδα.

Ξαφνικά, γύρω στις 08.40 ο ραδιοσταθμός σταμάτησε να μεταδίδει. Υπέθεσα ότι επρόκειτο για κάποια βλάβη και άφησα το ραδιόφωνο να… βρυχάται. Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγα λεπτά όταν ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας άρχισε να μεταδίδει στρατιωτικά εμβατήρια! Και βέβαια δεν χρειάστηκε κάτι παραπάνω για να καταλάβει κανείς ότι κάτι σοβαρό συνέβαινε στην Κύπρο. Μια γυναικεία φωνή διάβασε το πρώτο στρατιωτικό ανακοινωθέν που έλεγε ότι «οι Ενοπλες Δυνάμεις ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της Κύπρου» και ότι «ο Μακάριος είναι ήδη νεκρός».

Λογοκρισία στα «ΝΕΑ»

Επεσε παγωνιά. Μετά το σοκ, η πρώτη μου δουλειά ήταν να επικοινωνήσω με «ΤΑ ΝΕΑ» στην Αθήνα. Μέσω του κέντρου του ΟΤΕ (διότι τότε δεν υπήρχαν απευθείας τηλεφωνικές επικοινωνίες) μίλησα με δύο εξαίρετους συναδέλφους που ήταν βάρδια εκείνη την ώρα στην εφημερίδα, τον αείμνηστο Δημήτρη Μαθιόπουλο και τον Μανώλη Μαθιουδάκη, και τους ενημέρωσα για τα όσα συνέβαιναν στην Κύπρο. Κανένας δεν γνώριζε σχετικά με το πραξικόπημα, διότι οι πραξικοπηματίες είχαν φροντίσει να κόψουν τις τηλεφωνικές επικοινωνίες της Κύπρου με τον «έξω κόσμο». Η γραμμή ήταν ανοιχτή και γινόταν ενημέρωση των δύο δημοσιογράφων στα «ΝΕΑ» για τα ανακοινωθέντα που έβγαζε η χούντα στην Κύπρο. Και αυτοί με τη σειρά τους ενημέρωναν τα ξένα πρακτορεία στην Αθήνα για τα όσα συνέβαιναν στη Μεγαλόνησο. Μέχρι αργά το μεσημέρι ο ραδιοσταθμός της Αθήνας δεν είπε λέξη για το πραξικόπημα στην Κύπρο και όταν «ΤΑ ΝΕΑ» ετοίμασαν για να κυκλοφορήσουν έκτακτο παράρτημα, δεν το επέτρεψε η λογοκρισία.

Το τηλέφωνο της «Ροδιακής» είχε πάρει φωτιά. Η Σούζι Λαπάζ από το Γαλλικό Πρακτορείο, ο Νίκος Τζάλας από το Ρόιτερ, ο Τζον Ρήγος από το Γιουνάιτεντ, ο Διόπουλος από το Ασοσιέιτεντ, ο Τσατσαρώνης από το Γερμανικό Πρακτορείο τηλεφωνούσαν και ζητούσαν πληροφορίες για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Αργά το μεσημέρι ήρθε ειδοποίηση από τη Στρατιωτική Διοίκηση. «Να παρουσιαστείτε αμέσως» ήταν η διαταγή. Ωχ, είπα… Μας πήρανε χαμπάρι!..

Φρόντισα να ειδοποιήσω τους συναδέλφους στα «ΝΕΑ» και τους ξένους δημοσιογράφους για την «πρόσκληση» στη Στρατιωτική Διοίκηση. Μόλις ανέβηκα στα γραφεία της με περίμενε ένας ταγματάρχης, που μου το έπαιζε… φίλος (και… αντιστασιακός μετά την πτώση της χούντας).

–Ξέρεις, ο Μακάριος είναι νεκρός, μου είπε με θριαμβευτικό τόνο.

Δεν ήθελα να πιστέψω ότι ο Μακάριος δεν ζούσε.

–Μπορεί να είναι πολιτικώς νεκρός, απάντησα.

Στη Στρατιωτική Διοίκηση απλά μου είπαν ότι από το βράδυ θα έχουμε και πάλι λογοκρισία και έπρεπε να πάμε εκεί την εφημερίδα για έλεγχο πριν κυκλοφορήσει. Εφυγα, μάλλον χαρούμενος, γιατί γλίτωσα μια πιθανή νέα σύλληψη…

Μόλις επέστρεψα στα γραφεία της εφημερίδας, με περίμενε μια έκπληξη. Ηρθε ο εξάδελφός μου Νίκος Μοστράτος και μου είπε ότι έπιασε έναν ραδιοσταθμό που μετέδιδε από την Κύπρο ότι «ο Μακάριος ζει» και σύντομα θα έκανε διάγγελμα. Ενημερώθηκαν αμέσως οι συνάδελφοι στα «ΝΕΑ» και οι ξένοι ανταποκριτές.

Το διάγγελμα

Στο μεταξύ, γύρω στις 14.30, ο ραδιοσταθμός της Λευκωσίας είχε ανακοινώσει τον διορισμό του Νίκου Σαμψών ως «προέδρου της Κύπρου». Μετά την εξέλιξη αυτή δεν είχαμε πλέον κανένα λόγο να παρακολουθούμε τον ελεγχόμενο ραδιοσταθμό της Λευκωσίας. Με τον συνάδελφο Σπύρο Παγκά ψάξαμε και βρήκαμε στο Τελεφούνκεν τον ελεύθερο σταθμό της Πάφου. Ημασταν σε αναμονή του διαγγέλματος του Μακαρίου. Ενα παλιό μαγνητόφωνο Κρούντικ κατέγραφε στις μπομπίνες όσα μετέδιδε η Πάφος. Η γραμμή με την Αθήνα ήταν ανοιχτή. Και ξαφνικά ακούμε τη «γνώριμη φωνή», όπως είπε. «Είμαι ο Μακάριος και ζω…».

Κολλημένο το ακουστικό του τηλεφώνου στο ραδιόφωνο και ο Μαθιόπουλος με τον Μαθιουδάκη άκουγαν το διάγγελμα και το μετέδιδαν στους άλλους δημοσιογράφους που ήταν συγκεντρωμένοι στο γραφείο των αστυνομικών συντακτών των «ΝΕΩΝ». Η συγκίνηση ήταν φανερή αλλά και ο ενθουσιασμός μεγάλος γιατί οι πραξικοπηματίες δεν μπόρεσαν να σκοτώσουν τον Μακάριο. Τα ξένα πρακτορεία ζητούσαν να τους στείλουμε το διάγγελμα. Δυστυχώς, η ηχογράφηση δεν ήταν καλή γιατί είχαμε πολλά παράσιτα.

Μαζί με τον Σπύρο Παγκά μείναμε όλη τη νύχτα στο γραφείο. Οσα μαθαίναμε τα μεταφέραμε στην Αθήνα. Αργά τη νύχτα, μας είπαν ότι «επαφή» με τη Λευκωσία έπιασε και η Βηρυτός, απ’ όπου τα ξένα πρακτορεία έστελναν ειδήσεις κι από εκεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Το πρωινό μάς βρήκε εκεί. Τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν στην Κύπρο. Οι πραξικοπηματίες είχαν επικρατήσει. Ολοι ήμασταν απογοητευμένοι από την εξέλιξη.

Πέντε ημέρες αργότερα ολοκληρώθηκε η κυπριακή τραγωδία με τη βάρβαρη στρατιωτική εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο!..