Η «παραίτηση» του ΓΓ Δημοσίων Εσόδων μάς υπενθύμισε, μαζί με άλλα φαινόμενα, ότι η χώρα πάσχει από επίμονη θεσμική αστάθεια. Υπενθυμίζω ότι η σύσταση της ΓΓ και η επιλογή μόνιμου προϊσταμένου της με τις γνωστές αρμοδιότητες ήταν δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης προκειμένου να περιοριστεί ο κομματικός έλεγχος των φορολογικών μηχανισμών του κράτους. Αποτέλεσε μία από τις πολλές θεσμικές καινοτομίες που επιχειρούνται στη χώρα υπό την πίεση της τρόικας (βεβαίως). Ηταν, μάλιστα, προαπαιτούμενη δράση για να καταβληθούν δόσεις της δεύτερης δανειακής σύμβασης.

Ο ΓΓ ανέλαβε έπειτα από πολλές πιέσεις την 1/1/2013 με πενταετή θητεία. Ο ρόλος του δεν είναι να νομοθετεί, αλλά να εφαρμόζει την κυβερνητική πολιτική όπως αποτυπώνεται στους νόμους. Με την ίδρυση της Γραμματείας (και άλλες θεσμικές αλλαγές) πήγαινε τουλάχιστον να κλείσει η πόρτα για πολιτικές επιρροές στο στάδιο της εφαρμογής των νόμων που τροφοδοτούσαν, μαζί με τις συνεχείς αλλαγές των ίδιων των φορολογικών νόμων, μια κατάσταση συνεχούς ρευστότητας στο φορολογικό σύστημα. Ας σημειωθεί ότι η κυβέρνηση αναγνώρισε ότι ο κ. Θεοχάρης πέτυχε τους στόχους που του είχαν καθοριστεί.

Αλλά ο θεσμός ήταν ανεπιθύμητος για πολλούς πολιτικούς που δυσφορούσαν γιατί περιόριζε τις δυνατότητές τους να παρεμβαίνουν. Δεν αντέχουν τέτοιες καινοτομίες. Η περίπτωσή του που, επαναλαμβάνω, είναι μία από πολλές άλλες, αναδεικνύει ευδιάκριτα το γενικότερο πρόβλημα της χώρας –την έλλειψη σταθερών θεσμών σε κρίσιμους τομείς ή την υπονόμευση των θεσμών από άτυπες συναλλαγές ή απλά την παράκαμψή τους. Για αυτό μας είχε προϊδεάσει ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Επομένως, η συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρέπει να επισκιάζει το γενικότερο και σοβαρό θεσμικό ζήτημα.

Πολλά από όσα βιώνουμε σήμερα υποδηλώνουν ότι παρά την κρίση τα παθολογικά χαρακτηριστικά του πολιτικού συστήματος επιζούν, όσο και αν βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις ανάγκες και τα προβλήματα της εποχής. Ερμηνεύω την «παραίτηση» του ΓΓ ως μέρος της προσπάθειας όχι να αλλάξει η φορολογική και οικονομική πολιτική (γιατί αυτή διαμορφώνεται με τους νόμους) αλλά να διατηρηθεί η διακριτική ευχέρεια πολιτικών να παρεμβαίνουν χωρίς σοβαρούς θεσμικούς περιορισμούς. Πιθανόν, θα ακολουθήσουν και άλλα δείγματα που υπηρετούν τον ίδιο σκοπό. Φαίνεται ότι οι ελίτ της Μεταπολίτευσης ανταποκρίνονται στο αντιπαραγωγικό πρότυπο που περιέγραψαν οι Robinson και Acemoglou (Why nations fail, 2012): οι ελίτ που ανήκουν εδώ αποσπούν πόρους από την κοινωνία τους οποίους κακοδιαχειρίζονται, συναφώς, δεν φροντίζουν για κανόνες γενικής ισχύος που δίνουν ευκαιρίες σε όλους, δεν υπόκεινται σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς λογοδοσίας κ.λπ. Κακοί πολιτικοί θεσμοί συνοδεύονται από κακούς οικονομικούς θεσμούς.

Το κακό είναι ότι οι δυνάμεις που προκαλούν τη θεσμική ρευστότητα δεν έχουν απέναντί τους δυνάμεις με στοιχειωδώς διαμορφωμένες αντιλήψεις για τους θεσμούς. Τι απαντήσεις π.χ. δίνει η αξιωματική αντιπολίτευση στα ερωτήματα αν χρειάζεται ένας μόνιμος και πολιτικά ανεξάρτητος ΓΓ Δημοσίων Εσόδων, ώστε να περιοριστούν τα περιθώρια μη εφαρμογής των φορολογικών νόμων εξαιτίας ad hoc πολιτικών παρεμβάσεων; Ή αν χρειάζεται ένα επίσης ανεξάρτητο «δημοσιονομικό συμβούλιο», όπως είναι επίσης δέσμευση της χώρας, που να αξιολογεί τη δημοσιονομική πολιτική εκτός κομματικών μηχανισμών; Ή θα πρέπει ο ετήσιος προϋπολογισμός του κράτους να εντάσσεται σε μεσοπρόθεσμα πλαίσια (άλλη δέσμευση της χώρας εντός της ΕΕ) τα οποία επιτηρούνται τρόπον τινά από τα συλλογικά όργανα της Ενωσης; Ή θα πρέπει να υπάρχουν ποσοτικοί περιορισμοί / κανόνες αυξημένης τυπικής ισχύος για ελλείμματα και χρέη όπως προβλέπει το σχετικό «δημοσιονομικό σύμφωνο» στην ΕΕ;

Το θεσμικό μας πρόβλημα είναι μείζον. Σχετίζεται με την επιδίωξη διατηρήσιμης ανάπτυξης. Πιθανόν, συνυφαίνεται με τις βαθύτερες αξίες και πεποιθήσεις των ατόμων όπως, φέρ’ ειπείν, εμπιστοσύνη και σεβασμός στους άλλους, πεποίθηση ότι η επιτυχία εξαρτάται από την ατομική προσπάθεια κ.λπ. Και εδώ είναι η μεγάλη δυσκολία, γιατί αυτές οι αξίες διαμορφώνονται ιστορικά και δεν αλλάζουν από τη μια ημέρα στην άλλη. Η ακαδημαϊκή έρευνα έχει υποδείξει ότι οι αξίες επηρεάζουν τον τρόπο λειτουργίας τυπικών θεσμών. Η πολιτική, η εκπαίδευση, η Δημόσια Διοίκηση προσφέρονται ως πεδία δοκιμασίας της υπόθεσης αυτής. Ομως αν κάπου πρέπει να αρχίσουμε, δεν υπάρχει άλλη λύση από την εμπέδωση σταθερών θεσμών που δίνουν τα σωστά κίνητρα και περιορίζουν αποφάσεις προς όφελος λίγων και εις βάρος των πολλών.

Ο Πάνος Καζάκος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών