Τι πρέπει να πράξει η κυβέρνηση μετά το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών; Προκύπτει άραγε δυσαρμονία της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας με το εκλογικό σώμα; Πώς θα ωφελήσει η απόφαση της κυβέρνησης τη δημοκρατική λειτουργία του πολιτικού συστήματος;

Δεν είναι πρωτόγνωρο για ένα κόμμα της πλειοψηφίας να βλέπει το ποσοστό του να υποχωρεί έναντι του ποσοστού που έλαβε στις βουλευτικές εκλογές. Στην Ελλάδα η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση ήταν οι ευρωεκλογές του 1999, στις οποίες το ΠαΣοΚ ήρθε δεύτερο με 32,9% (έναντι 41,5% στις βουλευτικές 1996) και η ΝΔ επικράτησε με 36% (38,1% το 1996). Η ΝΔ δεν έθεσε θέμα νομιμοποίησης της κυβέρνησης και οι εκλογές διενεργήθηκαν κανονικά το 2000, στις οποίες το ΠαΣοΚ διέγραψε μία έντονα ανοδική πορεία και επικράτησε (43,8%).

Στη Βρετανία, οι Εργατικοί υποχώρησαν από το 35,2% των βουλευτικών του 2005 στο 15,7% στις ευρωεκλογές 2009 και ήρθαν τρίτοι μετά τους Συντηρητικούς (27,7%) και το ευρωσκεπτικιστικό κόμμα των Ανεξαρτήτων (UKIP, 16,5%). Αλλά οι επόμενες εκλογές διενεργήθηκαν κανονικά το 2010, οπότε πραγματοποιήθηκε η εναλλαγή στην εξουσία με τους Συντηρητικούς να φθάνουν το 36,1%, αλλά και τους Εργατικούς να ανακάμπτουν στο 29%.

Στα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα μπορούν να προστεθούν και πολλά άλλα. Πάντως, τεκμηριώνεται ότι τα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα προκρίνουν την κυβερνητική σταθερότητα και δεν οδηγούνται σε εκλογές, ακόμη και έπειτα από σοβαρή υποχώρηση της εκλογικής επιρροής της πλειοψηφίας.

Δεν αμφιβάλλει κανείς ότι οι πολίτες δεν κλήθηκαν να αξιολογήσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, ούτε να δώσουν εντολή διακυβέρνησης. Αλλά στην Ελλάδα η αξιωματική αντιπολίτευση έθεσε διλήμματα δημοψηφισματικού χαρακτήρα και ζήτησε από τους πολίτες να καταψηφίσουν τα κόμματα της πλειοψηφίας ενώ τα τελευταία προσχώρησαν στη λογική αυτή, όπως φάνηκε από τα μηνύματά τους κατά την προεκλογική καμπάνια. Ενα τέτοιο πολιτικό πλαίσιο και διακύβευμα δεν είναι αδιάφορο για την εκτίμηση των συνεπειών του αποτελέσματος.

Με αυτά τα δεδομένα καταλήγω στις εξής διαπιστώσεις:

Πρώτον, ολοκληρώνεται επιτυχώς για τον Πρωθυπουργό Αντ. Σαμαρά ένας κύκλος της θητείας του μετά τον Μάιο 2012 με δίχως προηγούμενο ένταση στο κυβερνητικό, διπλωματικό και κομματικό επίπεδο. Στην επόμενη μάχη, όποτε και αν λάβει χώρα, πρέπει να αναζητήσει άλλα πολιτικά ερείσματα με περισσότερα κυβερνητικά αποτελέσματα (ανεργία, ανάπτυξη, χρέος), αλλά και κομματική ανασυγκρότηση. Εξασφάλισε πολύτιμο πολιτικό χρόνο, αλλά δαπάνησε πολιτικό κεφάλαιο, το οποίο πρέπει να ανακτήσει εάν αποφασίσει ότι ο ίδιος πρέπει να δώσει αυτήν τη μάχη.

Δεύτερον, έφθασε στα όριά της η χρήση της λαϊκιστικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ με την αντίθεση του «οι διεφθαρμένες ελίτ εναντίον των απλών πολιτών που εμείς εκφράζουμε». Αν θέλει να καταστεί πραγματικά εναλλακτικό κόμμα εξουσίας, οι θέσεις και το πρόγραμμά του πρέπει να αποκτήσουν ρεαλισμό και να εξασφαλίσουν την εμπιστοσύνη ευρύτερων τμημάτων του εκλογικού σώματος. Οσοι ονειρεύονται το 1981 πρέπει να κατανοήσουν ότι η μετάβαση στην εξουσία διευκολύνθηκε γιατί η χώρα είχε εξασφαλίσει θεμελιώδη ζητήματα (εδραίωση δημοκρατίας, ένταξη στην ΕΟΚ) και είχε οριστικά ξεφύγει από κρίσιμες καταστάσεις.

Στην πορεία αυτή ο κ. Τσίπρας χρειάζεται πυγμή στην πορεία αποσαφήνισης ενός πολιτικού προφίλ με σύγχρονα σοσιαλδημοκρατικά στοιχεία. Γιατί δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι στον χώρο του Κέντρου ΠαΣοΚ και Ποτάμι κυρίως, παρά τις απώλειες, εξακολουθούν να αποσπούν κρίσιμο εκλογικό ποσοστό.

Για να απαντήσουμε στο βασικό ερώτημα, η Ελλάδα έχει δύο δρόμους μπροστά της. Πρώτον, να βαδίσει στον δρόμο της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας, της Ισπανίας, οι οποίες επουλώνουν τις πληγές της οικονομικής κρίσης και, ταυτόχρονα, δεν υποφέρουν από συμπτώματα πολιτικής κρίσης, αλλά έχουν λειτουργικά πολιτικά συστήματα.

Δεύτερον, να ακολουθήσει τον δρόμο της Ιταλίας στην οποία η κατάρρευση του κομματικού συστήματος τη δεκαετία του 1990 δημιούργησε αθεράπευτες πληγές για το κομματικό σύστημα, κυβερνητική αστάθεια, συχνές εκλογές, υποβάθμιση της πολιτικής ζωής και επιδείνωση των προβλημάτων σε κάθε επίπεδο.

Νομίζω ότι τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών και των ευρωεκλογών δείχνουν ότι το εκλογικό σώμα κατά πλειοψηφία δείχνει τον πρώτο δρόμο. Για να φθάσουμε εκεί και σε ακόμη καλύτερη πορεία, χρειαζόμαστε ηγεσίες και κόμματα που θα αντιληφθούν το μείζον: την εμβάθυνση της δημοκρατίας αντί της κομματικής κυριαρχίας, την ισχυρή λογοδοσία αντί της διχαστικής κριτικής, την προστασία των ασθενέστερων αντί για τον προσεταιρισμό όσων είναι καλύτερα συντεχνιακά οργανωμένοι.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου