Ο Χρήστος Νικολάου νόμιζε ότι οι κατηγορίες που συντρόφευαν εκείνον και το πλήρωμά του είχαν χαθεί για πάντα στον πάτο της θάλασσας. Το πρόσφατο ναυάγιο όμως του πλοίου «Sewol», το οποίο εγκατέλειψε πρώτος ο νοτιοκορεάτης καπετάνιος του για να σωθεί, θύμισε στον διεθνή Τύπο την ιστορία του ελληνόκτητου κρουαζιερόπλοιου «Ωκεανός». Βυθίστηκε τον Αύγουστο του 1991 στα ανοιχτά των ακτών της Νότιας Αφρικής. Απαντες επέζησαν. Κάποιοι διασωθέντες όμως κατήγγειλαν τότε ότι το πλήρωμα πρόδωσε τα γαλόνια του δραπετεύοντας πρώτο από το πλοίο, αντί να συντονίσει την επιχείρηση εκκένωσής του.

«ΤΑ ΝΕΑ» εντόπισαν επιβάτες και μέλη του πληρώματος του «Ωκεανού» και 23 χρόνια μετά παρουσιάζουν νέα στοιχεία και μαρτυρίες για το ναυάγιο. «Οι πρώτοι που ήθελαν να την κοπανήσουν μας κατήγγειλαν μετά» λέει ο Χρήστος Νικολάου, συνταξιούχος ναυτικός, ύπαρχος τότε του ελληνικού κρουαζιερόπλοιου. «Εμείς κοιτούσαμε να σώσουμε πρώτα τους επιβάτες και μετά το πλήρωμα» προσθέτει. Υπάρχουν όμως και κάποιοι που δεν συμφωνούν μαζί του. Πρόσφατα η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς» έγραψε ότι την επιχείρηση διάσωσης συντόνισε το προσωπικό που είχε προσληφθεί για τα ψυχαγωγικά προγράμματα. Ταύτισε μάλιστα την ιστορία του έλληνα πλοιάρχου του «Ωκεανού», Γιάννη Αβρανά, με εκείνες του Φραντσέσκο Σκετίνο από το «Costa Concordia» και του Λι Τζουν Σεόκ από το «Sewol». Οι δύο τελευταίοι εγκατέλειψαν τα πλοία τους αφήνοντας τους επιβάτες στους πλημμυρισμένους διαδρόμους.

Ηταν 3 Αυγούστου 1991 όταν κατά τη διάρκεια του δείπνου η Ρόζμαρι Ρόου είδε τα πιάτα να γλιστρούν στο τραπέζι. «Εσβησαν τα φώτα και το πλοίο πήρε ασυνήθιστη κλίση, αλλά κανένας από το πλήρωμα δεν μας συμβούλεψε» λέει σε τηλεφωνική μας επικοινωνία από την Ιρλανδία. «Μόνο το προσωπικό ψυχαγωγίας, τραγουδιστές και σερβιτόροι, μας βοήθησαν αργότερα. Τα περισσότερα μέλη του πληρώματος έφυγαν πρώτοι με τις σωσίβιες λέμβους». Ο συνεπιβάτης της Μάικλ Ο’Μαχόνεϊ θυμάται ότι τουλάχιστον 30 μέλη του πληρώματος μπήκαν στην πρώτη βάρκα, ενώ ο καπετάνιος έφυγε με ελικόπτερο όσο βρίσκονταν ακόμη επιβάτες στο κατάστρωμα. «Δεν είδα ποτέ τον καπετάνιο ανάμεσά μας να βοηθάει» λέει.

ΣΩΘΗΚΑΝ ΟΛΟΙ. Ολοι οι επιβαίνοντες, συνολικά 571, σώθηκαν. Τα διεθνή και ορισμένα ελληνικά μέσα ενημέρωσης αποδοκίμασαν τη στάση του καπετάνιου Γιάννη Αβρανά. Και εκείνος δεν ελάφρυνε τη θέση του μετά το ατύχημα όταν δήλωσε σε ξένο τηλεοπτικό σταθμό: «Η εγκατάλειψη του πλοίου ισχύει για όλους. Δεν έχει σημασία τι ώρα θα έφευγα εγώ». Στις 7 Αυγούστου «ΤΑ ΝΕΑ» είχαν σχετικό θέμα με τον τίτλο: «Ναυμαχία για τις κρίσιμες ώρες». Στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας γελοιογραφία του Κώστα Μητρόπουλου παρουσίαζε στη θέση του Αβρανά τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. «Πού να σε πάμε καπετάνιο;» τον ρωτούσε ο πιλότος του ελικοπτέρου καθώς τον διέσωζε από το βυθιζόμενο πλοίο με το όνομα «Ωκεανός αποτυχιών».

Ο Χρήστος Νικολάου δεν γνώριζε τότε τι λεγόταν για τον ίδιο και τους συναδέλφους του. Τον συναντάμε στον Πειραιά, όπου ζει μετά τη συνταξιοδότησή του. Το πλήρωμα του «Ωκεανού» τον αποκαλούσε «γραμματιζούμενο». Μιλάει πέντε ξένες γλώσσες, έχει καταγωγή από την Κάσο, αλλά γεννήθηκε στην Αίγυπτο. Ηταν 46 ετών όταν ναυάγησε το κρουαζιερόπλοιο. «Ετοιμαζόμασταν να φάμε όταν μας ειδοποίησε ο πρώτος μηχανικός. Είπε ότι η εξαγωγή στις ηλεκτρογεννήτριες είχε ανοίξει από ένα κύμα και έμπαζαν νερά. Μέσα σε οκτώ λεπτά έκλεισα τις υδατοστεγείς πόρτες. Στο ενδιάμεσο όμως ο πρώτος μηχανικός τρομοκρατήθηκε. Κατέβασε τους διακόπτες, σταμάτησε τις ηλεκτρογεννήτριες και τις μηχανές του πλοίου» λέει. Η αντίδραση του πρώτου μηχανικού σαμποτάρισε το αρχικό σχέδιο του καπετάνιου. Είχε βάλει πλώρη για μια αμμώδη περιοχή στα τέσσερα μίλια, την οποία είχε βρει στον χάρτη. Θα επιχειρούσε να καθίσει εκεί το βαπόρι. Χωρίς κινητήρια δύναμη όμως έπρεπε να βρει άλλη λύση.

«Ο καπετάνιος εξέπεμψε SOS. Στο μεταξύ έσπασε τελείως η εξαγωγή, γέμιζε νερά το μηχανοστάσιο και έπαιρνε κλίση προς τα εμπρός το πλοίο. Μόλις φτάσαμε στις επτά μοίρες κλίση αποφασίσαμε να κατεβάσουμε τις βάρκες και να αρχίσουμε την εκκένωση» λέει ο κ. Νικολάου. Στη θάλασσα δεν είχε καλοσύνη. Το κρουαζιερόπλοιο είχε σαλπάρει με επτά μποφόρ. Σε αυτά προστέθηκαν αργότερα άλλα δύο. «Τα κύματα έφταναν τα 14 μέτρα. Εχουν γίνει πολλά σενάρια, αδερφέ μου. Κατηγόρησαν το πλήρωμα και τον καπετάνιο, αλλά αν δεν γίνονταν σωστές κινήσεις με τόση ταλαιπωρία και τόσο κύμα ποιος θα σωζόταν; Νομίζεις ζύγωνε κανείς στις βάρκες;» λέει ο Νίκος Μελιανός, λοστρόμος τότε στον «Ωκεανό».

ΟΙ «ΔΡΑΠΕΤΕΣ». Μεταξύ του πληρώματος όμως κάποιοι προσπάθησαν πρώτοι να σωθούν. «Ο πρώτος μηχανικός μαζί με ορισμένους του μηχανοστασίου μπήκαν σε μια βάρκα και έφυγαν. Και η δεύτερη βάρκα ήταν μόνο μάγειροι. Οσο εμείς ήμασταν απασχολημένοι από τη μια μεριά να ρίχνουμε τις βάρκες εκείνοι πήγαν από την άλλη και φύγανε» λέει ο Νικολάου. Στο κρουαζιερόπλοιο υπήρχαν και 12 φουσκωτά σωστικά μέσα. Πριν από τον απόπλου είχαν δοθεί για επιθεώρηση. Την ώρα ανάγκης όμως το πλήρωμα διαπίστωσε ότι όλα ήταν άχρηστα. Τους τα είχαν επιστρέψει όπως τα είχαν στείλει.

Ο Νικολάου μπήκε στην τελευταία βάρκα. «Δύο μωρά, το ένα 22 ημερών και το άλλο σκάρτο ενός έτους τα κατέβασα με μπουγέλο (κουβά) στη βάρκα» λέει. Στο πλοίο όμως είχαν απομείνει πάνω από 100 άνθρωποι, πλήρωμα και επιβάτες. Στις έξι το πρωί εμφανίστηκαν τα ελικόπτερα. Στο τρίτο από αυτά ανέβηκε ο καπετάνιος. «Ηθελε να δει πού πήγαιναν τον κόσμο στη στεριά. Μετά επέστρεψε και επέβλεπε την επιχείρηση από αέρος. Είχε αφήσει και τον ασυρματιστή στο πλοίο και μιλούσαν. Οι επιβάτες νόμιζαν ότι ο καπετάνιος είχε εγκαταλείψει το πλοίο. Δεν το εγκατέλειψε όμως. Εκανε μια λάθος επιλογή. Και πάνω στο καράβι τι θα μπορούσε να κάνει επιπλέον;» λέει ο ύπαρχος του «Ωκεανού».

Παρόμοια ήταν η εξήγηση που έδωσε ο Αβρανάς λίγες ημέρες μετά το ναυάγιο, μιλώντας τότε στα «ΝΕΑ». «Οι συνθήκες ήταν τραγικές και η δική μου ευθύνη παραπάνω από μεγάλη. Κανείς δεν ενδιαφέρθηκε μέχρι εκείνη την ώρα αν είναι ζωντανοί όσοι έφυγαν με τις βάρκες. Ηθελα να κατέβω στο κατάστρωμα, όπου είχαν μείνει ξαπλωμένοι στο δάπεδο, σκεπασμένοι με κουβέρτες επιβάτες και μέλη του πληρώματος που για να πάρουν κουράγιο τραγουδούσαν. Κάτι ο δυνατός άνεμος, κάτι ο πιλότος του ελικοπτέρου, δεν με άφησαν να κατέβω» είπε. Ο «Ωκεανός» είχε φτάσει σε σημείο όπου η θάλασσα είχε 81 μέτρα βάθος. Αφού εκκενώθηκε, το μήκους 105 μέτρων πλοίο άρχισε να βουλιάζει. Χτύπησε στο βυθό, ξανασηκώθηκε, πλάγιασε από την πλευρά του ρήγματος και το κατάπιε η θάλασσα για πάντα.

Τι απέγιναν πλήρωμα και καπετάνιος

Μετά τη διάσωση επιβατών και πληρώματος ακολούθησαν οι ανακρίσεις στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής. Οι Αρχές απομόνωσαν αξιωματικούς και ναύτες σε ένα ξενοδοχείο. Η αγγλίδα σύζυγος του καπετάνιου Νταβίνα Αβρανά επέβαινε στο πλοίο μαζί με την κόρη τους Φαίη. Τρία χρόνια αργότερα έγραψε στο βιβλίο της με τίτλο «Η τραγωδία του «Ωκεανού»»: «Ευχόμουν να είχε γίνει δίκη τότε για να φανεί η αλήθεια. Για εμένα ήταν ντροπιαστικό που το όνομα του συζύγου μου δεν καθάρισε ποτέ δημοσίως. Αντί για μετάλλιο τότε εισέπραξε ντροπή». Δίκη δεν έγινε. Ούτε στη Νότια Αφρική ούτε αργότερα στην Ελλάδα.

Ο Χρήστος Νικολάου, ύπαρχος στον «Ωκεανό», είχε συγγενή που ήταν στέλεχος στην Πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία. Εκείνος σε συνεννόηση με τη διεθνή ομοσπονδία φυγάδευσε τον Νικολάου στην Ελλάδα. Υστερα από πέντε ημέρες παραμονής στο ξενοδοχείο φυγαδεύθηκαν και οι υπόλοιποι έλληνες ναυτικοί με τη συνδρομή των ελληνικών προξενικών Αρχών. «Τους πήραν από το ξενοδοχείο στο αεροδρόμιο πέντε λεπτά πριν φύγει το αεροπλάνο, αλλιώς θα ήμασταν ακόμα εκεί να μας δικάζουν», λέει ο Νικολάου. Στην Ελλάδα η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Ανώτατο Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων του υπουργείου Ναυτιλίας. Οπως προέβλεπε το ελληνικό Ναυτικό Δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 223: «Πλοίαρχος μη αποχωρών τελευταίος κατά την εγκατάλειψιν κινδυνεύοντος πλοίου, τιμωρείται διά φυλακίσεως και χρηματικής ποινής». Το πλήρωμα του «Ωκεανός» παραπέμφθηκε σε πειθαρχικό έλεγχο για στέρηση διπλώματος ή βαθμού, αλλά αθωώθηκαν όλοι.

ΦΟΒΟΤΑΝ. Επειτα τα μέλη του πληρώματος ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους. Ο υπολοστρόμος του «Ωκεανού» Λευτέρης Γρύλλης δεν μπάρκαρε ξανά. «Εβλεπε τη θάλασσα και φοβόταν. Ζορίστηκε πολύ» λέει η γυναίκα του σε τηλεφωνική μας επικοινωνία από τους Λειψούς. Ο Νικολάου συνέχισε τη ναυτική του καριέρα, όπως έκανε και ο καπετάνιος Γιάννης Αβρανάς. Συνταξιοδοτήθηκε έναν χρόνο μετά το ναυάγιο του «Ωκεανού», αλλά ταξίδευε με πλοία ξένης σημαίας. Η Ενωση Πλοιάρχων τον βράβευσε για τη διάσωση των επιβατών του «Ωκεανού». Η τύχη όμως έπειτα δεν ήταν με το μέρος του. «Θυμάμαι ότι ταξίδευε Ιταλία – Τουρκία και έξω από την Κεφαλονιά το πλοίο πήρε φωτιά και βούλιαξε. Μετά ήταν και σε ένα ακόμη που πήρε φωτιά. Κατά διαβολική σύμπτωση ήμουν καπετάνιος σε άλλο πλοίο, περνούσα από το σημείο και τον έσωσα» λέει ο Νικολάου. Ο Αβρανάς ζει σήμερα στην Πελοπόννησο και είναι 74 ετών. «ΤΑ ΝΕΑ» επιχείρησαν να επικοινωνήσουν μαζί του, αλλά δεν απάντησε στις κλήσεις μας.