Είναι φυσικά λάθος να μεταφράζει κανείς, πρόχειρα και στο πόδι, ένα αποτέλεσμα αρχαιρεσιών σε έναν μεγάλο, έστω, επαγγελματικό κλάδο σε γενικό πολιτικό συμπέρασμα.

Αν το ψηφοδέλτιο Αλεξανδρή στους δικηγόρους της Αθήνας, για παράδειγμα, πρώτευσε στον πρώτο γύρο, παρότι δεν είχε κομματικό χρίσμα, απλώς κινούνταν στον ευρύτερο χώρο της λεγόμενης (ελλείψει άλλου, ακριβέστερου όρου) Κεντροαριστεράς, στο αποτέλεσμα αυτό μπορεί να καθρεφτίζεται η προσωπικότητα των υποψηφίων, η εμπιστοσύνη που εμπνέουν, οι αδυναμίες των αντιπάλων, η συγκυρία ή, ακριβώς, η έλλειψη κομματικής ταύτισης.

Αλλά, από την άλλη, σύμπτωση που επαναλαμβάνεται παύει να είναι σύμπτωση. Αυτό που συμβαίνει με τους δικηγόρους είχε συμβεί νωρίτερα με το Τεχνικό Επιμελητήριο. Και υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να συμβεί και στον χώρο της Αυτοδιοίκησης, όπου κινήσεις που εκφράζουν το πνεύμα των «πέντε» (Καμίνης, Μπουτάρης, Σκοτεινιώτης κ.λπ.) δείχνουν δυναμική που υπερβαίνει κατά πολύ τη μιζέρια και τη φθορά των μαραμένων πολιτικών χώρων που τους δίνουν, ενίοτε με μισή καρδιά, «στήριξη». Αρα κάτι συμβαίνει εδώ.

Το λιγότερο που μπορεί να πει κανείς είναι πως ένας χώρος που τον έχουν για πεθαμένο είναι, τουλάχιστον, ζωντανός. Οτι η απόπειρα πόλωσης γύρω από το νέο δικομματικό σχήμα –ή Τσίπρας ή Σαμαράς, ή εμείς ή αυτοί –δεν αφήνει απέξω μόνο πολιτικές τάσεις δεξιότερα του Σαμαρά και αριστερότερα του Τσίπρα. Αφήνει απέξω κι ένα μεγάλο μπλοκ πολιτικών ευαισθησιών ανάμεσα στους δύο μονομάχους.

Αυτό το μπλοκ δεν είναι ενιαίο ούτε στην πολιτική καταγωγή ούτε στα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Ούτε βρίσκεται σε ίση απόσταση από τους δύο πόλους. Δεν είναι ένα «κέντρο» ανάμεσα σε «δύο άκρα».

Είναι –αν μπορώ να κρίνω απ’ όσα συνθέτουν περισσότερο ένα κλίμα, μια ατμόσφαιρα, παρά μια πολιτική ταυτότητα –άνθρωποι οι οποίοι ασφαλώς στέκουν μακριά και απέναντι από έναν πολιτικό χώρο που μυρίζει κλεισούρα λαϊκής Δεξιάς, που επιβεβαιώνει, ακόμη και στις συνθήκες της μάχης με τον κίνδυνο της πτώχευσης, πελατειακά κουσούρια πονηρού πολιτευτή και που καλεί σε έναν τεχνητό εθνικό συναγερμό απέναντι στον μπαμπούλα του ΣΥΡΙΖΑ.

Μα δεν μπορούν, επίσης, να αφήσουν τον εαυτό τους να παρασυρθεί από το «ποτάμι ΣΥΡΙΖΑ». Οχι γιατί τους πέφτει πολύ αριστερός ή γιατί μολύνθηκαν από τη συριζοφοβία. Μα γιατί δυσπιστούν. Είτε επειδή πιστεύουν ότι το μονόχρωμο αντιμνημονιακό λάβαρο, που πήρε τη θέση της πολύχρωμης παλιάς σημαίας, δεν δίνει εγγυήσεις αλλαγής, μα δικαιολογεί φόβους αναπαλαίωσης. Είτε γιατί η ανάμνηση θέσεων, όπως «η κρίση δεν υπάρχει, είναι παραμύθι με δράκο» ή «το χρέος δεν υπάρχει, δεν χρωστάμε, δεν πληρώνουμε», μειώνει την αξιοπιστία των θέσεων που εκφράζει σήμερα η νουνεχής συνιστώσα των οικονομολόγων. Είτε, απλώς, επειδή πιστεύουν πως η αιτία των δεινών τής Μεταπολίτευσης είναι η υπερβολική υποταγή του κοινωνικού και του δημόσιου στο κομματικό, η υπερκομματικοποίηση της Διοίκησης, της δημόσιας σφαίρας, του επιχειρείν και δεν έχουν καμιά διάθεση να υποκαταστήσουν τον νεκρό δικομματισμό με ένα αντίγραφό του, που υποδεικνύει «κομματικές υποψηφιότητες», για να μαζεύουν τα σκουπίδια.

Ο χώρος αυτός μπορεί να είναι δύσκολο να περιγραφεί, να οριοθετηθεί και να εκφραστεί με ενιαίο τρόπο, αλλά υπάρχει. Ολα τα σημάδια δείχνουν πως είναι ζωντανός. Εστω και αν δεν εκφράζεται πολιτικά.

Το ΠαΣοΚ θυμίζει ίντριγκες τεθλιμμένων συγγενών την ώρα της κηδείας. Οι 58 συγκίνησαν αλλά δεν έπεισαν. Οι προσωπαγείς κεντροαριστερές κινήσεις μυρίζουν παραγοντισμό της δεκαετίας του ’50, τότε που η πολυδιάσπαση του Κέντρου γεννούσε «συνδυασμούς ανεξαρτήτων» και κινήσεις τύπου «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου». Και η ΔΗΜΑΡ, που θα μπορούσε να παίξει ρόλο καταλύτη σε μια αριστερή ανασύνθεση, μοιάζει να διστάζει να κάνει ακόμη το βήμα, μοιάζει υπερβολικά απασχολημένη ακόμη με τα του οίκου της.

Μα καθώς στην πολιτική μια υπαρκτή ενεργός κοινωνική ζήτηση είναι αδύνατον να μην προκαλέσει αντίστοιχη πολιτική προσφορά, ο επίζηλος αυτός χώρος διεκδικείται. Υπερδιεκδικείται, μάλιστα, με αποτέλεσμα μια διαρκή κακοφωνία. Αλλά δεν υπάρχει αμιφιβολία ότι η προσπάθεια να εκφραστεί αποτελεί τον πιο ενδιαφέροντα και εν δυνάμει ανατρεπτικό παράγοντα ενός ρευστού πολιτικού σκηνικού.