Ενας στους δύο χρήστες του Διαδικτύου δεν είναι ικανοποιημένος από τις ηλεκτρονικές υπηρεσίες που παρέχει το Δημόσιο στους πολίτες, ούτε και από την ποιότητα των ευρυζωνικών συνδέσεων.

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Εργαστήριο Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν-ELTRUN), το 93% των ελλήνων χρηστών θεωρεί ότι η καλή χρήση της τεχνολογίας θα μπορούσε να βελτιώσει σημαντικά την καθημερινότητα των πολιτών και να βοηθήσει στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Εκτός των άλλων, θα μπορούσε να απαλλάξει τους πολίτες από το ανούσιο και κοστοβόρο στήσιμό τους στις ουρές των υπηρεσιών του Δημοσίου, κάτι που συνέβη στο τέλος της περασμένης χρονιάς, με τους φορολογούμενους να περιμένουν στις Εφορίες για την παραλαβή του «κλειδαρίθμου» τους.

Οι εξοικειωμένοι με τις Τεχνολογίες Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) πολίτες, ζητούν να τους δοθεί η δυνατότητα να διεκπεραιώνουν περισσότερες εργασίες από το κινητό τους τηλέφωνο ή τον υπολογιστή τους, αποφεύγοντας την αυτοπρόσωπη παρουσία στις υπηρεσίες του Δημοσίου.

Το 48% των ερωτηθέντων της έρευνας (διενεργήθηκε ηλεκτρονικά με τη συνδρομή της Ericsson, σε συνολικό δείγμα 1040 ατόμων, στο διάστημα Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου 2013) θεωρούν ότι η Ελλάδα κατατάσσεται παγκοσμίως μεταξύ των ουραγών χωρών ως προς την ποιότητα των ευρυζωνικών συνδέσεων. Ακόμα μεγαλύτερο είναι το ποσοστό (66%) που δηλώνει ότι δεν είναι ικανοποιημένο από την οργάνωση, τις υποδομές και τις υπηρεσίες προς τον πολίτη που παρέχονται στην Αθήνα και τις άλλες αστικές περιοχές.

Σύμφωνα με την έρευνα, δημόσιες υπηρεσίες, εκπαίδευση και υγεία, είναι οι βασικοί τομείς, στους οποίους οι τεχνολογικά εξοικειωμένοι πολίτες θα ήθελαν να δουν βελτίωση.

Μάλιστα, σε ό,τι αφορά το δημόσιο, το 87% δηλώνει πως θα ήθελε βελτίωση στην εξυπηρέτησή του, ενώ το 84% απαιτεί αλλαγή του μοντέλου των δημοσίων υπηρεσιών και μείωση της γραφειοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι θα επιθυμούσε ευκολότερη διεκπεραίωση σε κοινωνικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, μείωση του χρόνου αναμονής σε κρατικές και κοινωφελείς υπηρεσίες, όπως η ΔΕΗ, κλπ.

Επίσης, το 67% απαιτεί την εισαγωγή της καινοτομίας στην εκπαίδευση, με όχημα τις νέες τεχνολογίες, αλλά και ποιοτικότερες υπηρεσίες υγείας.

Συγκεκριμένα, όπως τόνισε ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και επικεφαλής του ELTRUN κ. Γεώργιος Δουκίδης, ενώ το κοινό εμφανίζει ωριμότητα και εξοικείωση στη χρήση τεχνολογιών, το κράτος υστερεί στην αξιοποίηση της τεχνολογίας για την παροχή δημόσιων αγαθών.

Οι πολίτες, πρόσθεσε, «πιστεύουν» στην επιχειρηματικότητα και πλέον βλέπουν λύσεις στην κρίση, με εργαλείο την τεχνολογία. Εντοπίζεται, δηλαδή, μια αλλαγή της αντίληψης των πολιτών, οι οποίοι επιθυμούν να έχουν πρόσβαση και δικαιώματα στη δημόσια ζωή, για να αλλάξει και το κράτος, ανέφερε ο κ. Δουκίδης.

Οι κυριότεροι τομείς που, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες, θα μπορούσαν με τη βοήθεια της τεχνολογίας να βελτιώσουν την καθημερινότητα των πολιτών, είναι:

* Οι δημόσιες Μεταφορές (ενημέρωση των επιβατών στις στάσεις, ηλεκτρονικό εισιτήριο, κυκλοφοριακό).

* Οι συναλλαγές με το Δημόσιο (ηλεκτρονική έκδοση εγγράφων, ηλεκτρονική καταγραφή των προβλημάτων των πόλεων, ηλεκτρονικές ψηφοφορίες κ.λ.π).

* Η Εκπαίδευση (ηλεκτρονική πρόσβαση στο εκπαιδευτικό περιεχόμενο, σύνδεση με πανεπιστήμια του εξωτερικού, παρακολούθηση online μαθημάτων).

* Η Υγεία (τηλεϊατρική, ψηφιακή εφαρμογή για κλείσιμο ιατρικών ραντεβού, ψηφιακό προσωπικό ιστορικό, ευρετήριο ιατρικών πληροφοριών κ.λ.π).

* Το Εμπόριο (ψηφιακή εφαρμογή για άμεση σύγκριση των τιμών, ασφαλείς ηλεκτρονικές πληρωμές, αναζήτηση προϊόντων κ.λ.π)

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα, αναφερόμενοι σε συγκεκριμένες υπηρεσίες, το 71% δήλωσε ότι θα ήθελε να εξοφλεί από το κινητό του τηλέφωνο τους μηνιαίους λογαριασμούς, το 69% τα εισιτήρια για τις μεταφορές και το 57% τις υποχρέωσεις του προς το Δημόσιο.

Επίσης, σημαντική θεωρούν την επίδραση των νέων τεχνολογιών στην οικονομία και την ανάπτυξη και κυρίως στις νέες επιχειρήσεις – startups, αλλά και τις μεγάλες εταιρίες. Εκτιμούν μάλιστα ότι μια διαδικτυωμένη κοινωνία θα βοηθήσει στην τουριστική ανάπτυξη (66%), θα δώσει ώθηση στα ελληνικά προϊόντα, ώστε να φτάνουν στις ξένες αγορές γρηγορότερα (65%) και θα συντελέσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.​