Το Χόλιγουντ τον έβλεπε –και, όπως φαίνεται, έτσι θα τον θυμάται –ως Γερμανό. Με τον ρόλο ενός ιδεαλιστή γερμανού υπαξιωματικού, στον «Χορό των καταραμένων» (από το εξαίρετο μυθιστόρημα του Ιργουιν Σο) του Εντουαρντ Ντμίτρικ, πρωτομπήκε το 1958 στα χολιγουντιανά πλατό. Και μάλιστα από σπόντα, καθώς οι παραγωγοί τον επέλεξαν επειδή ήθελαν να προσλάβουν την αδελφή του, ηθοποιό Μαρία Σελ («έφυγε» το 2005), για να την κάνουν συμπρωταγωνίστρια του Γιουλ Μπρίνερ, αλλά από παρεξήγηση στην επικοινωνία κατέληξαν να τον προσλάβουν!

Ο Μαξιμίλιαν Σελ, που πέθανε στα 83 του από πνευμονία (στην πατρίδα του, το Ινσμπρουκ της Αυστρίας), χάρη σε εκείνο το μπέρδεμα και τον μεγάλο ρόλο του μαχητικού γερμανού επίσης συνηγόρου υπεράσπισης στην ταινία «Τα απόρρητα της Νυρεμβέργης» του Στάνλεϊ Κρέιμερ κατέληξε να γίνει ο πιο διάσημος γερμανόφωνος ηθοποιός στο αμερικανικό σινεμά, μετά τη βράβευση – πρωτιά με Οσκαρ του Εμιλ Γιάνινγκς (του «Quo Vadis?» και της «Μαντάμ Ντιμπαρί»). Κι ο Σελ κέρδισε Οσκαρ –Α’ ανδρικού ρόλου, για τα «Απόρρητα της Νυρεμβέργης», το 1961 –δύο υποψηφιότητες και δύο Χρυσές Σφαίρες (για τη «Απόρρητα της Νυρεμβέργης» και για την τηλεσειρά «Στάλιν» το 1992), αλλά ήταν σε αντίθεση με τον Γιάνινγκς, αντιναζί.

Αλλωστε ο γιος του ελβετού συγγραφέα Χέρμαν Φέρντιναντ Σελ και της αυστριακής ηθοποιού και δασκάλας υποκριτικής Μαργκαρέτε Νοέ φον Νόρντμπεργκ, είχε αναγκαστεί να καταφύγει με την οικογένειά του –είχε άλλα δύο αδέλφια ηθοποιούς, τον Καρλ και την Ιμι –στη Ζυρίχη, μετά την Προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία.

Σε ταινία του Ντμίτρικ (καταδότη του Ζυλ Ντασσέν στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών την περίοδο του μακαρθισμού) μπήκε στο κινηματογραφικό παιχνίδι ο Σελ, με τον ρόλο του στο «Τοπ Καπί» του Ζυλ Ντασσέν –δίπλα στη Μελίνα Μερκούρη –έγινε πιο γνωστός στο ελληνικό κοινό. Αν και για το γερμανόφωνο κοινό είχε ήδη από τη δεκαετία του ’50 διαστάσεις σταρ της θεατρικής σκηνής, με εξαιρετικές επιδόσεις στον Σαίξπηρ, κυρίως στον «Ριχάρδο Γ’» και στον «Αμλετ», ρόλο στον οποίον τον συνέκριναν κάποιοι με τον σερ Λόρενς Ολίβιε (όχι όμως και με τον μεγάλο Ινοκέντι Σμοκτουνόβσκι).

Ομως ο Μαξιμίλιαν Σελ δεν έφτασε στις υποψηφιότητες για Οσκαρ μόνον με β’ ανδρικούς ρόλους, σε ταινίες όπως η θρυλική «Τζούλια» του 1977 και το «The man in the glass booth» του 1975 ή με τα «Απόρρητα της Νυρεμβέργης» με την ερμηνεία του που κατατρόπωσε τον συνυποψήφιό του και συμπρωταγωνιστή του σε άλλες ταινίες Σπένσερ Τρέισι. Εφτασε και για –γερμανόφωνες και αγγλόφωνες –παραγωγές ντοκιμαντέρ, των οποίων ήταν παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης, όπως τα πολυβραβευμένα για τον Φραντς Κάφκα και τον Ιβάν Τουργκένιεφ.

Ενα ντοκουμενταρίστικο επίτευγμά του είχε άξονα την άλλοτε συμπρωταταγωνίστριά του Μάρλεν Ντίτριχ. Το γύρισε το 1984, με και χωρίς τη συγκατάθεσή της, χρησιμοποιώντας ώρες συνεντεύξεων και αποκαλύψεών της μόνον σε μπομπίνες ήχου!

Αγάπη για την όπερα

Ο Μαξιμίλιαν Σελ ήταν και εξαιρετικός πιανίστας, εξού και η σύμπραξή του σε σειρά εκπομπών για την αμερικανική τηλεόραση για το έργο του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, μαζί με τον μαέστρο και συνθέτη Λίοναρντ Μπέρνσταϊν. Οι δε γνώσεις του και η αγάπη του για την όπερα οδήγησαν τον «αναγεννησιακό» εν τέλει και πολυσχιδή καλλιτέχνη στη σκηνοθεσία λυρικών παραγωγών, υπό την μπαγκέτα του πρόσφατα χαμένου μεγάλου μαέστρου Κλάουντιο Αμπαντο.