«Ο,τι δημιουργήθηκε πρέπει να απέλθει / ό,τι απήλθε πρέπει να αναστηθεί! / Σταμάτα να τρέμεις! / Προετοιμάσου να ζήσεις!». Οι στίχοι από το ύστατο χορωδιακό της Συμφωνίας αρ. 2 του Γκούσταφ Μάλερ, επονομαζόμενης «Της Αναστάσεως», συμπύκνωναν τη δική του μουσική εμπειρία, έλεγε. Ο Μάλερ, αγαπημένος του συνθέτης, όπως και κάθε τι από τη Βιέννη εκείνης της τόσο δημιουργικής εποχής των αρχών του 20ού αιώνα (Μπραμς, Μπρούκνερ, Σένμπεργκ, Μπεργκ, Σίλε, Κλιμτ), τα είχε πει όλα για εκείνον πριν καν γεννηθεί, πίστευε ο Κλάουντιο Αμπαντο. Στην αγαπημένη του Δεύτερη Συμφωνία (όπως και του αξέχαστου Μάνου Χατζιδάκι – να ένα πρώτο κοινό που συνδέει τον Αμπαντο με την Ελλάδα) βρισκόταν όμως το απόσταγμα. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις σιωπές, στις παύσεις, έβρισκε την ουσία της μουσικής, «που διαλύεται και λυτρώνεται ταυτόχρονα, υπάρχει για μια στιγμή και εξαφανίζεται, όμως ενέχει την ατέρμονη ικανότητα να δημιουργείται, να γεννιέται ξανά και ξανά από την αρχή μέσα στον Χρόνο».

Αυτή την αναγέννηση, την ανάσταση έψαχνε στη μουσική σε όλη του τη ζωή, από τότε που στο Μιλάνο του 1940, επτά χρονών παιδί, σκαρφάλωσε σε ένα θεωρείο για να κρατήσει στη μνήμη του τις χειρονομίες του αρχιμουσικού Αντόνιο Γκουαρνέρι, αποφασίζοντας οριστικά μέσα του ότι θέλει να γίνει μαέστρος. Αυτήν αναζητούσε και τις αμέτρητες ώρες μελέτης στο αγαπημένο του σπίτι στη Σαρδηνία – πέρα από εκείνο στην Μπολόνια, όπου άφησε την τελευταία του πνοή – με τον κήπο του, με αμέτρητα λουλούδια που καλλιεργούσε με στοργή και επιμονή. «Στα βάθη της καρδιάς μου πιστεύω ότι είμαι απλώς ένας κηπουρός», δήλωνε. Και το έκανε μότο ζωής.

Από τον δάσκαλο βιολιού πατέρα του είχε μάθει τις πρώτες νότες, από τον παππού του όμως στις ατελείωτες ώρες ορειβασίας (να ένα κοινό με τον έλληνα και διεθνή αρχιμουσικό Δημήτρη Μητρόπουλο) είχε μάθει να αφουγκράζεται τη σιωπή, όπως εξηγούσε και στην τηλεταινία «Ακούγοντας τη σιωπή» το 2003.

Μέσα στη σιωπή έψαχνε τη φλόγα της ανάστασης, με τα χέρια θεατρικά κινούμενα προς τον ουρανό της δημιουργίας, «μη θέλοντας να ερμηνεύσει ένα έργο, αλλά να ανακαλύψει κάτι καινούργιο μέσα σε αυτό, κάθε φορά», όπως το είχε θέσει ο κριτικός και ιστορικός τέχνης Μάρκο Βαλόρα. Αυτές τις δημιουργικές σιωπές του είναι που θα κρατήσουμε κληρονομιά από την τεράστια – και συχνά επαναληπτική! – δισκογραφία του. Ισως εκείνο το γοητευτικό, βουτηγμένο στη σιωπή Αντατζιέτο από την Πέμπτη Συμφωνία του Μάλερ, που διατηρεί τον ήχο του και για τη γενιά του διαδικτυακού YouTube.

ΟΙ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ. Οταν μιλάει κανείς για την απώλεια ενός μεγάλου – τουλάχιστον για την εποχή μας – μαέστρου δεν μπορεί να μη μιλάει για τη μουσική. Στην περίπτωση του Αμπαντο, δεν μπορεί να μη μιλάει και για τις μικρές ή μεγάλες επαναστάσεις του. Οταν μάλιστα πρόκειται για έναν αρχιμουσικό που έπραξε μουσική και ήθος από τους τρεις ίσως υψηλότερους μουσικούς θώκους της Οικουμένης: τη Σκάλα του Μιλάνου, στην οποία πρωτογνώρισε θρίαμβο το 1960 και τη διηύθυνε ανανεώνοντας το «κλασικό» ρεπερτόριό της με έργα πρωτόγνωρα μεταξύ 1965 και 1986, τη Φιλαρμονική και κυρίως την Κρατική Οπερα της Βιέννης στην οποία έμαθε τι θα πει σύγχρονο ρεπερτόριο (1986-1991) και τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, όπου αντικατέστησε τον μεγάλο – και κοζανίτικης καταγωγής – Χέρμπερτ φον Κάραγιαν από το 1989 έως το 2002 (χτυπημένος πια από καρκίνο στο στομάχι, που κατάφερε προσωρινά να τον νικήσει). Και αυτό διευθύνοντας παράλληλα τη Συμφωνική του Λονδίνου (1979-1988), μεγάλες ορχήστρες σε όλο τον κόσμο, όπερες, ορατόρια και ηχογραφώντας ασταμάτητα. Ανοίγοντας δε και τις συναυλίες του, με υπομονή και επιμονή, σε μαθητές, σπουδαστές και εργάτες, σε σχολεία και εργοστάσια από το 1972 για να μυήσει στη μαγεία της μουσικής.

ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ. Τι καριέρα κι αυτή! Να ξεκινάς το 1958 με το Βραβείο Σερζ Κουσεβίτσκι (στο όνομα του θρυλικού μαέστρου που είχε «ανακαλύψει» τον Δημήτρη Μητρόπουλο) στη «Μέκκα της λόγιας μουσικής», το Τάνγκλγουντ της Μασαχουσέτης και να βρίσκεσαι πάραυτα στο πόντιουμ της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης. Η ίδια ορχήστρα να σου δίνει το Βραβείο Δημήτρης Μητρόπουλος το 1963 και την ίδια ώρα ο Κάραγιαν να σε καλεί στο Φεστιβάλ του Ζάλτσμπουργκ (όπως και τη λευκαδίτισσα μέτζο Αγνή Μπάλτσα), για να αποθεωθείς.

Αυτή η αποθέωση ήταν ένα ολόκληρο τελετουργικό για τον Αμπαντο. Οι φαν του τον έραιναν με λουλούδια και χειροκροτούσαν ρυθμικά επί ώρα μέχρι να βγει για να αποθεωθεί και μόνος στη σκηνή, ακόμη και όταν η ορχήστρα είχε αποχωρήσει πια. Και γνώρισε 4.000 τέτοιες αποθεώσεις!

Βασικό του μέλημα όμως ήταν να εμφυσήσει σε νέους μουσικούς, υπέρ των οποίων είχε καταθέσει πολλές φορές ακόμη και τη μισθοδοσία του, εκείνο που και ο ίδιος είχε μάθει: να ακούνε. Αυτό μετέφερε στην Ορχήστρα Νέων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας που ίδρυσε το 1978 ή στη διευρυμένη με Ρώσους Ορχήστρα Νέων Γκούσταφ Μάλερ το 1986. Οπως και στους νέους που καλούσε στο δικό του επίσης δημιούργημα (2003), το Φεστιβάλ της Λουκέρνης. «Δεν δουλεύω», επέμενε και όταν εμφανώς αδυνατισμένος από την ασθένεια προσπαθούσε να δραστηριοποιείται ενώ οι γιατροί του ζητούσαν να ξεκουραστεί. «Υλοποιώ ένα πάθος!».

Ζήτησε 90.000 δέντρα

Στην πατρίδα του, την Ιταλία, ο Κλάουντιο Αμπαντο θεωρούνταν αριστεριστής. Για δε την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μιλάνο, ακραίος. Καθώς το 2008 είχε δηλώσει ότι δεν θα επιστρέψει να παίξει εκεί παρά μόνον αν η δήμαρχος Λετίτσια Μοράτι φυτέψει 90.000 δέντρα στην πόλη – κυρίως μανόλιες. Μπορεί δε μόλις τον περασμένο Αύγουστο η Ιταλία, διά χειρός του προέδρου Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, να τον έχρισε ισόβιο γερουσιαστή, ως υπέρτατη τιμή για την προσφορά του, όμως η ίδια κυβέρνηση λόγω κρίσης και περικοπών άφησε στη μοίρα της την Ορχήστρα Μότσαρτ της Μπολόνια, την οποία είχε ιδρύσει ο ίδιος στο πλαίσιο μιας ουτοπικής «Δημοκρατίας των Ιδεών» για να δώσει ζωή και τέχνη και να εμψυχώσει τη δοκιμαζόμενη από τον Εγκέλαδο περιοχή της Εμίλια. Καθώς και ο ίδιος δεν μπορούσε πια να τη διευθύνει, η ορχήστρα – με πολλές ηχογραφήσεις στο ενεργητικό της – μόλις τις προάλλες ανακοίνωσε μέσω facebook ότι «αναστέλλει προσωρινά τη λειτουργία της».

INFO

Ακούσματα πολύτιμα μας άφησε ο Κλάουντιο Αμπαντο. Οχι μόνο τον Κύκλο των Συμφωνιών του Μπετόβεν – πρόκληση για κάθε μεγάλο μαέστρο – μα κυρίως Μάλερ: την Πέμπτη Συμφωνία με το αγαπημένο Αντατζιέτο (Φιλαρμονική Βερολίνου, DG, 1993) και την αγαπημένη του Δεύτερη (Φιλαρμονική Βιέννης, DG, 1994), αλλά και το Κοντσέρτο για πιάνο αρ. 1 και τη Σουίτα του «Καρυοθραύστη» του Τσαϊκόφσκι (Φιλαρμονική Βερολίνου, DG, 1996), με τους Μάρθα Αργκεριχ και Νικόλα Οικονόμου