Απέμεινε κάτι «σοσιαλιστικό»; Είναι σωστό να θεωρείται ακόμη «σοσιαλδημοκράτης»; Μήπως προσηλυτίστηκε στον «σοσιαλφιλελευθερισμό»; Μπορεί αυτός ο πρόεδρος να είναι πολιτικός επίγονος του Ζαν Ζορές; Μια βροχή από τέτοιου τύπου ερωτήματα έθεσε στο χθεσινό της φύλλο η εφημερίδα «Μοντ» με αφορμή το πρωτοχρονιάτικο διάγγελμα του Φρανσουά Ολάντ. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύ καιρό, ο γάλλος πρόεδρος αιφνιδίασε τους πάντες –και κυρίως τη Δεξιά που έμεινε άφωνη. Πρώτα αναφέρθηκε σε ένα «συμβόλαιο ευθύνης», με το οποίο προτείνει ελάφρυνση της φορολογίας για τις επιχειρήσεις με αντάλλαγμα προσλήψεις, απλοποίηση της γραφειοκρατίας, μείωση των δημοσίων δαπανών κι έναν πιο συστηματικό κοινωνικό διάλογο. Είναι μια ατζέντα που θα δυσκολευόταν να υποστηρίξει ακόμη και η Δεξιά –ούτε ο Νικολά Σαρκοζί δεν είχε τολμήσει να συγκρατήσει τις δημόσιες δαπάνες μέσω της μείωσης του κοινωνικού κράτους.

Πρόκειται για μια εντυπωσιακή στροφή για τον γάλλο πρόεδρο. Στην ουσία, πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό Ολάντ από αυτόν που είχαν γνωρίσει προεκλογικά οι γάλλοι πολίτες αλλά και τον πρώτο χρόνο της προεδρίας του. «Λέει ότι θα μειώσει τους φόρους ενώ τους είχε αυξήσει. Λέει ότι θα μειώσει αισθητά τις δημόσιες δαπάνες, ενώ δεν το είχε κάνει. Λέει ότι θα απλοποιήσει μια σειρά από διαδικασίες ενώ τα μέτρα που έχει λάβει από την αρχή της προεδρίας του, και ειδικά στη φορολογική πολιτική, κινούνται ακριβώς προς την αντίθετη κατεύθυνση», επισημαίνει στη «Μοντ» ο οικονομολόγος Ελί Κοέν. «Το 2013, με τις συμφωνίες για την αγορά εργασίας και την επαγγελματική κατάρτιση, ήμασταν στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού συμβιβασμού, δηλαδή σε μια φάση διαπραγμάτευσης ανάμεσα στις δυνάμεις της αγοράς και τις δυνάμεις του κεφαλαίου.

Στις 31 Δεκεμβρίου περάσαμε σε άλλη φάση: ο ρόλος της κυβέρνησης δεν είναι πλέον να επιβλέπει τον συμβιβασμό ανάμεσα σε δυνάμεις που έχουν αποκλίνοντα συμφέροντα», επισημαίνει από την πλευρά του ο Ζεράρ Γκρινμπέργκ, καθηγητής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών και μελετητής του γαλλικού σοσιαλισμού. Η διαφορά γίνεται ακόμη πιο εμφανής εάν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Φρανσουά Ολάντ είχε κρατήσει αποστάσεις από τους κεντροαριστερούς ηγέτες της περασμένης δεκαετίας όπως ο Εργατικός Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και ο Σοσιαλδημοκράτης Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία. Ο βρετανός πρώην πρωθυπουργός ακολούθησε τον τρίτο δρόμο που δεν άρεσε καθόλου στους γάλλους σοσιαλιστές. Ο γερμανός πρώην καγκελάριος επικρίθηκε σφόδρα για την «Ατζέντα 2010», η οποία οδήγησε μεν σε ανάκαμψη την γερμανική οικονομία αλλά δεν ήταν καθόλου αριστερή. Οι δυο πολιτικοί, όμως, δεν είχαν γίνει μόνο στόχος επικρίσεων. Ηταν και δημοφιλείς. Αλλά όπως επισημαίνει ο Μπερνάρντο Βάλι στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα», αυτή δεν είναι η περίπτωση του Φρανσουά Ολάντ.

Τα γαλλικά μέσα ενημέρωσης, υπενθυμίζει ο ιταλός αναλυτής, δεν σταματούν να επαναλαμβάνουν ότι ο Ολάντ είναι ο λιγότερο δημοφιλής πρόεδρος στην Ιστορία της μεταπολεμικής Γαλλίας. Πρόκειται για πραγματικό βασανιστήριο, καθώς στη «δημοκρατία της κοινής γνώμης» οι δημοσκοπήσεις διαδέχονται η μία την άλλη. Ο γάλλος πρόεδρος επομένως όφειλε να αναζητήσει μια διέξοδο –και όπως φαίνεται τη βρήκε στον «σοσιαλφιλελευθερισμό». Εκτός εάν πρόκειται για ένα πάντρεμα της σοσιαλδημοκρατίας με τον σοσιαλφιλελευθερισμό που υπαινίσσεται η «Μοντ» και που σύμφωνα με τη γαλλική εφημερίδα μπορούμε να ορίσουμε ως «ολαντισμό». Σε κάθε περίπτωση, το εγχείρημα θα κριθεί στην πράξη.