Την πρώτη φορά που ήρθε στην Ελλάδα βρέθηκε στα κρατητήρια επειδή κοιμόταν σε πάρκα με τους φίλους της. Σήμερα είναι μία από τις μεγαλύτερες συγγραφείς, διεθνώς, του σκανδιναβικού αστυνομικού μυθιστορήματος.

Στις σκανδιναβικές χώρες θεωρείται «βασίλισσα» του αστυνομικού μυθιστορήματος. Και στον υπόλοιπο πλανήτη μία από τους ελάχιστους σουηδούς συγγραφείς –για την ακρίβεια, είναι η δεύτερη μετά τον Στιγκ Λάρσον και την τριλογία «Millennium» –που έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή της λίστας των «Νιου Γιορκ Τάιμς» με τα πιο ευπώλητα βιβλία.

Πολύ πριν όμως η 51χρονη Λίσα Μάρκλουντ ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και μετέπειτα με τη συγγραφή, ήταν μια επαγγελματίας χίπισσα που με έναν σάκο στην πλάτη γύριζε τον κόσμο. Κάπου στα τέλη της δεκαετίας του 1970 βρέθηκε τυχαία στην Ελλάδα και συγκεκριμένα… στα κρατητήρια ενός αστυνομικού τμήματος, αφού με δεκάδες ακόμα φίλους της διανυκτέρευε επί ελληνικού εδάφους σε πάρκα. Χίπισσα με τα όλα της, δηλαδή.

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά, η Μάρκλουντ επέστρεψε στον τόπο του «εγκλήματος». Οχι για να απολογηθεί για τις νεανικές περιπέτειές της αλλά για να συστήσει στους έλληνες αναγνώστες το βιβλίο «Παράδεισος» που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, το τρίτο στη σειρά που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ψηλή, χαμογελαστή και φιλική σε βαθμό που κανείς θα σκεφτόταν πως μέσα της κουβαλάει πλέον μεσογειακό DNA (μοιράζει τον χρόνο της ανάμεσα στη Σουηδία και την Ισπανία), γνωρίζει καλά γιατί ο κόσμος αγαπά τα βιβλία της. Μια αγάπη που μεταφράζεται σε πωλήσεις τουλάχιστον 15 εκατομμυρίων αντιτύπων σε 33 γλώσσες.

«Οταν η κοινωνία είναι αγνή, το έγκλημα έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον», λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Τα βιβλία μου είναι δημοφιλή διεθνώς επειδή ο κόσμος θεωρεί λανθασμένα τη Σουηδία ιδανική κοινωνία. Σύμφωνα με επίσημες στατιστικές, έχουμε περισσότερες ληστείες σε σχέση με τις ΗΠΑ και κάθε εβδομάδα πολλές γυναίκες δολοφονούνται από τους συζύγους τους. Ο τρόπος που η βία και η διαφθορά λειτουργούν σε μέρη που θεωρούνται ειδυλλιακά είναι κάτι που ιντριγκάρει τους αναγνώστες. Το κόκκινο αίμα σε έναν κατάλευκο καμβά τραβά περισσότερο τα βλέμματα», εξηγεί. Στη Σουηδία τα βιβλία της αποδεικνύονται εξίσου δημοφιλή, παρόλο που σε αυτά ξεσκεπάζει τα κακώς κείμενα της χώρας. Ολα όσα επιμελώς θα ήθελαν κάποιοι να κρύψουν κάτω από το χαλί. «Οι αναγνώστες όχι μόνο δεν αισθάνονται προσβεβλημένοι που αγγίζω θέματα που συνήθως δεν μας αρέσει ως έθνος να κουβεντιάζουμε, αλλά εκτιμούν κιόλας τη διαφορετική άποψη. Κυρίως αυτή που συγκρούεται με της κυβέρνησης: πως όλα δηλαδή είναι ειδυλλιακά, χωρίς καμία σκιά, χωρίς κανένα μελανό σημείο. Γι’ αυτό και στα βιβλία μου μιλάω για τα δικαιώματα των γυναικών και των παιδιών και τη βία απέναντί τους. Οταν, άλλωστε, έγραφα για αυτά τα θέματα στις εφημερίδες, τα αφεντικά μου πάντα εκνευρίζονταν», λέει με νόημα η συγγραφέας που διευκρινίζει πως η γραφή και ο τρόπος σκέψης της βαδίζουν σε μονοπάτια παράλληλα με αυτά του συμπατριώτη της Χένιγκ Μάνκελ.

«Τα σκανδιναβικά μυθιστορήματα έχουν σίγουρα τη δική τους θέση στην παγκόσμια αστυνομική λογοτεχνία. Υπάρχουν όμως τουλάχιστον τρεις υποκατηγορίες», επισημαίνει. «Τα αστυνομικά με πολιτικές διαστάσεις, όπως αυτό που υπηρετώ εγώ, άλλα με πιο ευρωπαϊκή ματιά, και κάποια πιο «ανώδυνα» από γυναίκες συγγραφείς που περιγράφουν μικρότερα εγκλήματα σε ήσυχες και απομονωμένες πόλεις της επαρχίας κοντά στον ωκεανό. Κάτι σαν την κυρία Μαρπλ», λέει, πετώντας καρφί –μάλλον –για τη συμπατριώτισσά της Καμίλα Λέκμπεργ.

Η οικονομική ευημερία στις χώρες του Βορρά ευνόησε σημαντικά, θεωρεί, την υπερπαραγωγή αστυνομικών βιβλίων. Κάτι ωστόσο που, όπως η ίδια πιστεύει, δεν θα κρατήσει για πολύ ακόμα. Είναι, θεωρεί, μια μόδα όπως όλες οι άλλες. Ηρθε αλλά σύντομα θα περάσει. «Ημουν πρόσφατα στην Πολωνία και μου έδειχναν βιβλία διάσημων, υποτίθεται, σουηδών συγγραφέων και εγώ ούτε που τους είχα ξανακούσει. Τους πουλάνε στο εξωτερικό ως «πολύ επιτυχημένους συγγραφείς» και πολλοί από εμάς δεν γνωρίζουμε ούτε το όνομά τους. Είναι πολύ λυπηρό», σχολιάζει. Εδώ, πάντως, βλέπει ότι έχουν εκδοθεί οι πιο γνωστοί.

Μόνιμη πρωταγωνίστρια της Μάρκ λουντ είναι η ρεπόρτερ Ανικα Μπένγτζον. Μια γυναίκα με φιλοδοξίες, εργατική, παθιασμένη με ό,τι καταπιάνεται. Ενα ανθρώπινο ον πάνω απ’ όλα και όχι μια ποθητή γυναίκα που θα εμφανιζόταν στις σελίδες του μυθιστορήματός της μόνο για να ρίξει τους άνδρες στο κρεβάτι. «Ηθελα έναν χαρακτήρα που να μοιάζει λίγο σε έμενα και τις φίλες μου. Εναν χαρακτήρα στον οποίο θα μπορούσα να αναγνωρίσω κάτι από τον εαυτό μου. Να έχει, ας πούμε, κάποιες διατροφικές διαταραχές, να μην κάνει πολύ σεξ, να εκνευρίζεται και να εκνευρίζει, να είναι ανατρεπτική».

Αν και δημιούργημά της, η συγγραφέας δεν συμφωνεί πάντα με όσα κάνει η Μπένγτζον. «Το βασικό της πρόβλημα είναι ότι ποτέ δεν βάζει όρια. Αν και στη δουλειά της είναι ξεκάθαρη, μαχητική και αποφασιστική, στην προσωπική της ζωή δεν ξέρει πότε να λέει «όχι», αφήνει τον άνδρα της να φύγει, επιτρέπει στους φίλους της να την εκμεταλλεύονται. Εχει αυτοπεποίθηση, δεν έχει όμως αυτοεκτίμηση. Είναι δημιούργημά μου και την αγαπώ. Για να την παντρευόμουν όμως θα έπρεπε σίγουρα πρώτα να κάνει ψυχοθεραπεία!».