Μαζί με την πέμπτη ελληνική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που εγκαινιάστηκε χθες πανηγυρικά, θα ζήσουμε και τους τελευταίους μήνες της τραγικά επώδυνης προσαρμογής στην οποία υποβλήθηκε η χώρα πριν από κοντά τέσσερα χρόνια, όταν βρέθηκε σε αδυναμία να χρηματοδοτήσει την οικονομία της. Αλλά τι θα συμβεί από τον Ιούλιο και μετά, χωρίς προεδρίες και μνημόνια πλέον; Πρόκειται για πολύπλοκο ερώτημα με δύο σκέλη: Τι θα κάνουμε εμείς εδώ και πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην Ευρώπη. Ούτε το ένα, ούτε το άλλο το γνωρίζουμε τούτη την ώρα. Οφείλουμε όμως να σκεφτούμε σοβαρά πώς θα επηρεάσουμε την κατάσταση, κατ’ αρχάς για να αποτραπούν νέες καταστροφές, αλλά βέβαια και για να ανοίξει μια προοπτική ανάπτυξης, απασχόλησης, αληθινής κοινωνικής προστασίας.

Από τη θέση της η κυβέρνηση θέλει να δηλώνει αισιόδοξη. Επικαλείται την εξάλειψη των ελλειμμάτων και το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα (όλο και διαφορετικά τάζει να το ξαναμοιράσει), την ανακοπή της ανόδου της ανεργίας με τη δημιουργία μάλιστα θετικού ισοζυγίου προσλήψεων – απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα όπως έδειξαν για το 2013 οι στατιστικές, την πιθανότητα ισχνής οικονομικής ανάκαμψης ύστερα από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης, την αναμενόμενη νέα ρύθμιση του χρέους και μιαν επιστροφή στις αγορές απαλλαγμένη από την κηδεμονία των δανειστών. Αυτά είναι όμως πολύ λίγα ώστε να εμπνεύσουν εμπιστοσύνη σε μια σκληρά δοκιμαζόμενη κοινωνία, όσο χωρίς σχέδιο συνεχίζεται η πολιτική τού βλέποντας και κάνοντας (τελευταία περίπτωση η φασαρία που απαιτήθηκε για να αντικατασταθεί το εισιτήριο των 25 ευρώ στα δημόσια νοσοκομεία με πέντε λεπτά πρόσθετο φόρο στα τσιγάρα). Η απουσία εμπιστοσύνης πάλι θέτει υπό αίρεση την πολιτική σταθερότητα η οποία θα ήταν απόλυτα αναγκαία για να επαληθευθούν έστω και φειδωλά θετικές προβλέψεις σαν τις παραπάνω και να μην μπούμε σε νέα επιδείνωση.

Προσπαθώντας να ανταποκριθεί στη λαϊκή δυσφορία ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του επαγγέλλεται ανατροπές και αποκατάσταση αδικιών, απωλειών εισοδήματος και θέσεων απασχόλησης, κάποτε με χρήσιμες επί μέρους προτάσεις αλλά επίσης χωρίς επεξεργασμένο σχέδιο που να πατάει στα πραγματικά δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, της θέσης της στην ευρωζώνη, των συνακόλουθων εξαρτήσεων, του χάους που παραμονεύει έξω από αυτήν. Οπότε οι επαγγελίες του θα κινδύνευαν να διαψευσθούν οικτρά αν τυχόν αναλάμβανε να τις υλοποιήσει. Οπως από την πρώτη στιγμή μπροστά στη χρεοκοπία χρειαζόμασταν μια μεγάλη εθνική συνεννόηση για την κατανομή των βαρών της προσαρμογής και στήριξη κάθε βιώσιμης παραγωγικής δυνατότητας –από την ύφεση και την ανεργία δεν θα μας γλίτωνε, θα μπορούσε όμως να περιορίσει τη διάρκεια και την έκτασή τους, μαζί και τη δραματική σημερινή φτώχεια -, επιτακτική είναι και τώρα, αφού πληρώσαμε ένα τεράστιο τίμημα, αν θέλουμε να μπούμε επιτέλους σε μια σταθερή ανοδική πορεία. Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση ωστόσο επιδίδονται αδιάκοπα σε στείρες αντιπαραθέσεις που τρέφουν την πόλωση, όχι τη συνεννόηση. Ευτυχώς, ολοένα περισσότεροι πολίτες παύουν πλέον να παρασύρονται.

Κρίσιμο στοίχημα στην παρούσα φάση είναι να ευοδωθεί η πρωτοβουλία για τη νέα συγκρότηση της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Απευθείας συνδέεται με το δεύτερο σκέλος του αρχικού ερωτήματος, τις εξελίξεις στην Ευρώπη: τον Μάιο έχουμε ευρωεκλογές που για πρώτη φορά θα αναδείξουν τον υποψήφιο νέο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής∙ σε συνθήκες δύσκολες καθώς μέσα στην κρίση ευρωσκεπτικισμός και Ακρα Δεξιά ανεβαίνουν σε πολλές χώρες. Αλλά ενδεχόμενη ενίσχυση των σοσιαλιστών και ανάληψη της προεδρίας της Επιτροπής από τον επικεφαλής της λίστας τους Μάρτιν Σουλτς, τον σημερινό πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, θα αλλάξει το σκηνικό ενόσω οι κριτικές φωνές για τη μονόπλευρη έως τώρα διαχείριση του Νότου δυναμώνουν –και στην ίδια τη Γερμανία. Οχι πως ο δρόμος μας θα στρωνόταν ξαφνικά με ροδοπέταλα. Μια νέα ευρωπαϊκή ηγεσία όμως, εκλεγμένη στη βάση ενός προγράμματος υπέρ της ανάπτυξης, της απασχόλησης, της κοινωνικής συνοχής και της χρηματοδότησης όλων αυτών, σε αντιπαράθεση με τις τρέχουσες πρακτικές, οπωσδήποτε παρέχει ευνοϊκότερες προοπτικές. Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι θα επεξεργαστούμε ένα ρεαλιστικό εθνικό σχέδιο ικανοί να το διαπραγματευτούμε, αντί να αναλωνόμαστε σε επιμέρους ζητήματα (για επιμέρους συμφέροντα), όπως κάναμε τριάμισι χρόνια τώρα. Η ουσιαστική συμβολή σε ένα τέτοιο σχέδιο είναι η δεύτερη μεγάλη πρόκληση για την υπό συγκρότηση Κεντροαριστερά.