«Ο λύκος της Γουόλ Στριτ». Κανείς πάμπλουτος δεν «φρενάρισε» ποτέ στο πρώτο εκατομμύριο, κανένας τζογαδόρος δεν σταμάτησε ποτέ στην πρώτη του χασούρα. Και αν, πολλά χρόνια πριν, η αποτίμηση των ανθρώπων ξεκινούσε από την ηθική τους στάση, σήμερα το χρήμα αποτελεί το κυριότερο μέτρο της επιτυχίας –μη σας πω το μοναδικό. Θλιβερό, δεν λέω. Αλλά, μην κοροϊδευόμαστε κιόλας, ισχύει. Με το χρήμα αγοράζεις αναγνωρισιμότητα, αγοράζεις εξουσία, αγοράζεις ολόκληρη τη ζωή σου αν το επιθυμείς. Και όταν αυτό που επιθυμείς κοστίζει, το χρήμα γίνεται αυτοσκοπός.

Η αληθινή ιστορία του Τζόρνταν Μπέλφορτ, η δραματική άνοδος και η πτώση του στη Γουόλ Στριτ και η ξέφρενη ζωή του, με τα ατελείωτα πάρτι και τις εξωφρενικές καταχρήσεις, αποτελεί μια εντυπωσιακή και άκρως ψυχαγωγική έκφραση της παραπάνω παραγράφου. Ο δε Μπέλφορτ (τον οποίο ο Λεονάρντο ντι Κάπριο ενσαρκώνει με σαρδόνιες αναφορές στον Τζακ Νίκολσον και στον Ρόμπερτ ντε Νίρο) είναι ένας χαρακτήρας απ’ αυτούς που δεν μπορείς να αντιπαθήσεις, παρά τη σάπια φύση του –ένα από τα επιτεύγματα του πρωταγωνιστή αλλά και του σκηνοθέτη του. Μοιάζει με πιτσιρίκι που απλά θέλει να τρώει σοκολάτες μέχρι να σκάσει. Μόνο που αντί για γλυκά ο Ντι Κάπριο σνιφάρει χιλιόμετρα κόκας, κρεβατώνει εκατοντάδες πανέμορφες γυναίκες και καταναλώνει ανυπολόγιστες ποσότητες ψυχοτρόπων ουσιών, ενώ παράλληλα ξοδεύει μυθικά ποσά.

Αν όμως μυρίζεστε τραγωδίες και διδάγματα, ξεχάστε το. Γιατί ο «Λύκος της Γουόλ Στριτ» έχει φοβερή πλάκα. Στ’ αλήθεια, είναι με διαφορά η πιο αστεία ταινία που γύρισε ποτέ ο Μάρτιν Σκορσέζε, χρησιμοποιώντας τη δίψα των ηρώων του για υπερβολή ως κωμικό εργαλείο. Και το κάνει δίχως να ενδιαφέρεται τόσο για τις συνέπειες των πράξεων τους. Δεν ερχόμαστε ποτέ αντιμέτωποι με τα «οικονομικά» τους θύματα ούτε με τα δύο, επίπονα φανταζόμαστε, διαζύγια του κεντρικού της ήρωα, ενώ σε επίπεδο βίας το μόνο που μας προσφέρει η ταινία είμαι μια… σπασμένη μύτη. Απομένει η απόλαυση του να παρακολουθείς μια τσογλανοπαρέα να συμπεριφέρεται με μια θεαματική ανωριμότητα, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο καρέ.

Σε επίπεδο φιλμογράφησης, δε, ο Σκορσέζε δείχνει πλήρως αφηνιασμένος. Η κάμερα δεν κάθεται ποτέ στη θέση της, τα traveling είναι αδιάκοπα ενώ ο φρενήρης ρυθμός τού όλου εγχειρήματος σε κρατά στην τσίτα για καθένα από τα 179 λεπτά του φιλμ. Ναι, τρεις ώρες διαρκεί, και δεν θα σας φανεί. Και, λόγω δομής, την τοποθετείς εύκολα δίπλα στο «Goodfellas» (παρακμάζοντες μαφιόζοι) και στο «Casino» (παρακμάζοντες του τζόγου). Μόνο που οι δύο αυτές ταινίες είχαν την προδιάθεση να ανιχνεύσουν ένα σκοτάδι αποτρόπαιο αλλά και ανθρώπινο. Θυμηθείτε τη σκηνή που ο Ρέι Λιότα διαλύει το πρόσωπο ενός ενοχλητικού χρησιμοποιώντας τη λαβή του περιστρόφου του. Σε σοκάρει αυτό που βλέπεις και ταυτόχρονα σε «ερεθίζει», γιατί το κέντρο βάρους είναι στο ένστικτο τόσο του θύτη όσο και του θεατή.

Από την άλλη όμως, οι ήρωες του «Λύκου της Γουόλ Στριτ» δεν έχουν και τόσο βίαια ένστικτα. Δεν θέλουν να σκοτώσουν κανέναν, ούτε καν να χρησιμοποιήσουν βία. Το μόνο που θέλουν είναι λεφτά, γυναίκες και ναρκωτικά. Εντελώς άχρηστοι, δηλαδή. Και για αρκετούς αξιοζήλευτοι. Τόσο που στο τέλος ο Ντι Κάπριο βρίσκεται να «πουλάει» αυτό ακριβώς το όνειρο, διδάσκοντας τη μεθοδολογία του σε ένα αποβλακωμένο πλήθος που διεκδικεί τη δική του θέση στην παραδεισένια αποχαύνωση.

Βαθμοί: 7

«Η κρυφή ζωή του Γουόλτερ Μίτι». Απρόσωπος, άχρωμος, ανύπαρκτος, ο Γουόλτερ Μίτι περιφέρεται στους διαδρόμους του περιοδικού «Life» εμφανίζοντας, πάντα με φροντίδα, το φωτογραφικό υλικό του. Με μόνη διαφυγή την ονειροπόληση. Μπορεί, στην πραγματικότητα, να «παγώνει» μπροστά στη Σέριλ, τη γυναίκα που –κρυφά –αγαπά, στη φαντασία του όμως μεταμορφώνεται σε σούπερ ήρωα, σε σκηνές-σφήνες κινηματογραφημένες θεαματικά αλλά και ανατρεπτικά.

Τον Γουόλτερ Μίτι ενσαρκώνει ο Μπεν Στίλερ, ο οποίος σκηνοθετεί κιόλας τούτο εδώ το γοητευτικό χαρμάνι κωμωδίας και ανθρωποκεντρικού δράματος, που μοιάζει να είναι σχεδόν προσωπική υπόθεση για τον δημιουργό. Γιατί το φιλμ (που αποτελεί δημιουργική μεταφορά μιας ιστορίας που ο Τζέιμς Θάρμπερ έγραψε για το «New Yorker» το 1939 –και έχει ήδη μεταφερθεί στο σινεμά μία φορά, το 1949, με τον Ντάνι Κέι) είναι αυτό που λέμε καρπός αγάπης (οι Αγγλοι το λένε «labor of love»).

Ενστάσεις υπάρχουν: αισθητικά μιλώντας, τα πάντα δείχνουν υπερβολικά «γυαλισμένα» και η ταινία μοιάζει να έχει αγγίξει την κορύφωση αρκετά πριν από το τέλος της. Αυτά όμως δεν αρκούν για να μας απογοητεύσουν. Γιατί όταν ο Γουόλτερ Μίτι αποφασίζει να αλλάξει ζωή και να κυνηγήσει την περιπέτεια ο Στίλερ στήνει σεκάνς που άνετα θα χωρούσαν σε μια ανθολογία: το «Space Oddity» του Ντέιβιντ Μπάουι, συγκεκριμένα, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά μιας σκηνής που, σας το υπογράφω, θα κάνετε καιρό να την ξεχάσετε. «Κερασάκι» στην τούρτα ο Σον Πεν, που εμφανίζεται στο τελευταίο μέρος.

Βαθμοί: 6

«47 Ronin». O Κιάνου Ριβς επανέρχεται και ηγείται μιας ομάδας ιαπώνων ηθοποιών, σε μια ταινία επικής φαντασίας όπου μία ομάδα εξόριστων Σαμουράι επιδιώκει να αποκαταστήσει την τιμή τους και να εκδικηθεί τον προδότη που ευθύνεται για τον θάνατο του Δασκάλου τους. Δεν την είδαμε καθώς δεν έγινε δημοσιογραφική προβολή –θα τη δούμε όμως και θα σας ενημερώσουμε την επόμενη εβδομάδα.

«Justin Bieber’s Believe». Στιγμιότυπα της σκηνικής παρουσίας του δημοφιλούς Τζάστιν Μπίμπερ από την τελευταία περιοδεία του στην Αμερική. Υπεράνω κριτικής…

«Βαμπίρ».Το μοναδικό φιλμ τρόμου του Καρλ Ντράγερ είναι μια από τις πιο παράξενες, απόκοσμες ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ. Γυρισμένο ενώ το σινεμά αποκτούσε… φωνή, το έτος 1931, το «Βαμπίρ» στήθηκε ως βωβό φιλμ, μόνο και μόνο για να αλλάξει πλεύση, ενώ τα γυρίσματα είχαν ήδη αρχίσει. Το τελικό αποτέλεσμα μοιάζει να μην υπακούει στην ανθρώπινη λογική, αλλά μονάχα στην κινηματογραφική. Με εικόνες που έχουν γνήσια εφιαλτική στόφα, και μια χρήση του ήχου άκρως πρωτοποριακή, το «Βαμπίρ» διεκδικεί μια θέση, μόνο του, στην κινηματογραφική ιστορία.

Βαθμοί: 10