Η θρησκεία και η ελευθερία της έκφρασης έχουν ιδιαίτερα περίπλοκες νομικές και πολιτικές σχέσεις σε πολλές περιοχές του κόσμου, η πλειονότητα αυτών μουσουλμανικές. Αυτή η κατάσταση συχνά οδηγεί σε περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου και θέτει σε φυσικό κίνδυνο τους δημοσιογράφους. Η έκθεση «Βλασφημία: η πληροφόρηση θυσιάζεται στον βωμό της θρησκείας» συντάχθηκε από τους Δημοσιογράφους χωρίς Σύνορα (ΔχΣ) και καταγράφει τους δημοσιογράφους που διώκονται λόγω αυτής της περίπλοκης κατάστασης.

Σύμφωνα με έρευνα του 2012 από το αμερικανικό ινστιτούτο Pew Research Center, την οποία επικαλείται η οργάνωση ΔχΣ, από τις 198 χώρες του κόσμου στις 94 υπάρχουν νόμοι που τιμωρούν τη βλασφημία, την αρνησιθρησκία και τη δυσφήμηση των θρησκειών. Σε 20 χώρες όπως το Πακιστάν, το Σουδάν και η Αίγυπτος, όσοι κατηγορούνται για βλασφημία μπορεί να αντιμετωπίσουν τη θανατική ποινή. Αλλες χώρες έχουν νόμους που τιμωρούν όσους πλήττουν τα θρησκευτικά αισθήματα των πιστών ή θρησκευτικά σύμβολα όπως η Αλγερία, το Μπαχρέιν, ο Λίβανος, η Ινδία, η Σιγκαπούρη και η Τουρκία.

Στην πράξη, όπως αναφέρει η έκθεση, «το αδίκημα εναντίον της θρησκείας» χρησιμοποιείται ως εργαλείο της πολιτικής λογοκρισίας, «ή για να αποκρύψει οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες» και κυρίως για να διατηρήσει την κοινωνική συνοχή την οποία οι Αρχές, τόσο οι αστικές όσο και οι θρησκευτικές, θεωρούν ουσιώδη για την επιβίωση των καθεστώτων τους. Είναι χώρες στις οποίες δεν αναγνωρίζεται ο διαχωρισμός του κράτους από τη θρησκεία, όπως συνηθίζεται στις δυτικές κοινωνίες.

Σε 15 χώρες –όλες μουσουλμανικές –η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για δημοσιογράφους και μπλόγκερ καθώς η κυρίαρχη θρησκεία αποτελεί πηγή νομοθεσίας μια και ισχύει η σαρία. Υπό αυτές τις συνθήκες στην Υεμένη, την Αίγυπτο, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν ή στη Λιβύη ο δημοσιογράφος που επικρίνεται ή αναφέρεται σε ένα θρησκευτικό θέμα ταμπού, συχνά χαρακτηρίζεται «αιρετικός, αρνησίθρησκος ή άθεος» και παραπέμπεται σε δίκη. Επίσης συχνά κυβερνήσεις που δεν είναι θρησκευτικές, πολιτικά όμως αδύναμες, κάνουν υποχωρήσεις σε μουφτήδες με κύρος.

Παράδειγμα: παρότι θεωρητικά το αφγανικό Σύνταγμα απαγορεύει τη λογοκρισία, ο πρόεδρος Χαμίντ Καρζάι υποχώρησε την περασμένη άνοιξη στο Συμβούλιο των Ουλεμάδων και έδωσε εντολή στο υπουργείο Ενημέρωσης και Πολιτισμού να αποφευχθεί «η διάδοση ταινιών ή εκπομπών που περιέχουν σκηνές οι οποίες αντιτίθενται στις αξίες του Ισλάμ και της αφγανικής κοινωνίας».

Στην Ελλάδα και στη Ρωσία.

Οι συντάκτες της έκθεσης διαπιστώνουν ότι η ελευθερία του Τύπου μπορεί να περιοριστεί και σε άλλο περιβάλλον. Οπως λέει ο Μπενουά Ερβιέ, στέλεχος των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα και της γαλλικής ιστοσελίδας fait-religieux.com, «η βλασφημία περιορίζει την ελεύθερη διακίνηση της πληροφορίας σε άλλες χώρες όπως η Ελλάδα και η Ρωσία, όπου η πλειονότητα των πιστών είναι χριστιανοί ορθόδοξοι».

Στην πραγματικότητα, στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης –τόσο στην κυρίως ισλαμική Κεντρική Ασία όσο και στους ορθόδοξους ρωσόφωνους στην περιοχή του Καυκάσου –συνήθως υπάρχουν θρησκευτικές ομάδες που διαφωνούν, σχεδόν πάντα ισλαμικές, οι οποίες θεωρούνται απειλή για την κοινωνική συνοχή και την ασφάλεια του κράτους. Για την αντιμετώπισή τους ο νόμος προστατεύει «το θρησκευτικό αίσθημα των πιστών» και δεν ποινικοποιεί τη βλασφημία, προβλέπει όμως την τιμωρία τους σε περίπτωση «υποκίνησης θρησκευτικού μίσους, έχθρας και διχόνοιας». Ετσι αναφέρεται στους ποινικούς κώδικες της Ρωσίας, του Καζακστάν, του Τουρκμενιστάν, της Αρμενίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας.