Μια μόνο ματιά μέσα στον ψυκτικό θάλαμο του βρετανού δρος Ρομπ Ογκντεν είναι αρκετή για να καταλάβει και ο πιο ανίδεος ότι δεν πρόκειται για ένα κλασικό εργαστήριο Ιατρικής Γενετικής. Εδώ υπάρχουν δείγματα DNA μόνο άγριων ζώων –ενός ρινόκερου, ενός χρυσαετού, μιας αντιλόπης και μιας αγριόγατας –και πιο συγκεκριμένα ζώων που η λαθροθηρία τα έχει φέρει στα όρια της εξαφάνισης. Αυτό που δεσπόζει όμως σε αυτόν τον μικρό χώρο των μόλις δύο δωματίων –ακριβώς πίσω από τον ζωολογικό κήπο του Εδιμβούργου –είναι ένα ζευγάρι ελεφαντόδοντα, τα οποία πριν καταλήξουν στο ράφι ανήκαν σε έναν αφρικανικό ελέφαντα.

Η αλήθεια όμως είναι ότι ούτε ο 38χρονος βρετανός γενετιστής έχει το κλασικό προφίλ του μαχητικού ακτιβιστή που παλεύει να πατάξει το έγκλημα εις βάρος της άγριας ζωής· το οποίο εκτιμάται ότι στοιχίζει κάθε χρόνο δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια και θωρείται το τέταρτο μεγαλύτερο παράνομο εμπόριο, μετά τα ναρκωτικά, το τράφικινγκ και την παραχάραξη νομισμάτων. Και όμως, όσοι γνωρίζουν τη δουλειά του δρος Ογκντεν μιλούν για έναν πρωτοπόρο του είδους.

Το παράνομο εμπόριο ελεφαντόδοντου είναι πλέον εκτός ελέγχου. Οι αριθμοί περιγράφουν μια κατάσταση που ξεπερνάει κάθε φαντασία: περίπου 100 ελέφαντες εκτιμάται ότι θανατώνονται κάθε μέρα.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Ενωσης για τη Διατήρηση της Φύσης, το 2011 καταγράφηκαν τα περισσότερα κρούσματα λαθροθηρίας των τελευταίων 16 ετών, ενώ πέρυσι θανατώθηκαν περίπου 22.000 ελέφαντες. Αξιωματούχοι της οργάνωσης προειδοποιούν ότι το 20% των ελεφάντων που έχουν απομείνει θα θανατωθεί εντός της επόμενης δεκαετίας, εάν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα κατά της λαθροθηρίας.

Αυτή τη στιγμή, η μεγαλύτερη γνωστή προσπάθεια γίνεται από τους δασοφύλακες, οι οποίοι περιπολούν με γυαλιά νυχτερινής όρασης και όπλα. Οι λαθροθήρες απαντούν με Καλάσνικοφ και ματσέτες. Ο Ογκντεν απέχει –κυριολεκτικά και μεταφορικά –εκατομμύρια χλμ. μακριά. Ως διευθυντής του προγράμματος Trace Wildlife Forensic Network, ο βρετανός επιστήμονας προωθεί τη χρήση της εγκληματολογικής επιστήμης με σκοπό τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και τη διερεύνηση των εγκλημάτων εις βάρος της άγριας ζωής. Επί μακρόν, και σχεδόν στην απομόνωση, ο Ογκντεν συνεργάστηκε με τη βρετανική αστυνομία. Το αντικείμενο της δουλειάς του ήταν να συνδέει ένα αντικείμενο –ένα κομμάτι ελεφαντόδοντου, για παράδειγμα –με το είδος στο οποίο ανήκει. Στην περίπτωση των ελεφάντων ο Ογκντεν έπρεπε, μέσω της γενετικής ταυτοποίησης, να καταλήξει εάν προέρχονταν από την Ασία ή την Αφρική.

Ολη αυτή η διαδικασία οδήγησε σε μία πολύτιμη γενετική χαρτογράφηση. Στη συνέχεια, και αφού οι επιστήμονες είχαν τη δυνατότητα να ακολουθήσουν τα χνάρια τού εκάστοτε DNA σε μια συγκεκριμένη περιοχή, άνοιξε και ο δρόμος για την αναζήτηση των δραστών. Μέσα σε αυτά τα τελευταία χρόνια η εγκληματολογία έχει κάνει τόσο μεγάλα άλματα ώστε οι ειδικοί έχουν ακόμη και τη δυνατότητα να αναλύσουν τα επίπεδα ραδιενεργού άνθρακα σε μία περιοχή (ραδιοχρονολόγηση άνθρακα-14) προκειμένου να προσδιορίσουν τη χρονική περίοδο του θανάτου των ζώων.

Σήμερα, αφού εκπαίδευσε τους συναδέλφους του στο μοναδικό κέντρο το οποίο ασχολείται αποκλειστικά με τη χρήση του γενετικού αποτυπώματος άγριων ζώων στην εγκληματολογία (επίσης με έδρα του Εδιμβούργο), ο Ογκντεν μεταλαμπαδεύει την πολύτιμη γνώση του στους άμεσα ενδιαφερομένους, τους γενετιστές της Νοτιοανατολικής Ασίας –όπου καταγράφεται και η μεγαλύτερη ζήτηση παράνομα εισαγόμενου ελεφαντόδοντου από την Αφρική.

«Με απλά λόγια, αυτό που κάνω είναι να χρησιμοποιώ εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου για να μειώσω την απώλεια της βιοποικιλότητας», επισημαίνει στην «Ιντιπέντεντ». «Σε έναν ιδανικό κόσμο, δεν θα χρειαζόταν να το κάνουμε. Θα ήμασταν όλοι άνεργοι. Από τη στιγμή όμως που υπάρχει τόσο μεγάλη αύξηση του παράνομου εμπορίου άγριας ζωής είναι απαραίτητη η χρήση συγκεκριμένων τεχνικών για την επιβολή της νομοθεσίας και τη μείωση της ζήτησης. Οι άνθρωποι πρέπει να εκμεταλλευθούν τους φυσικούς πόρους και η δική μας η δουλειά είναι να τους βοηθήσουμε», προσθέτει.

Μέχρι στιγμής, ο Ογκντεν σε συνεργασία με τον συνάδελφό του Ρος ΜακΙουινγκ έχουν εκπαιδεύσει επιστήμονες σε τουλάχιστον 20 χώρες του κόσμου. Γενετικά εργαστήρια, σαν το δικό του στο Εδιμβούργο, υπάρχουν πλέον και στη Μαλαισία, στο Βιετνάμ και στην Μπανγκόκ –στο προσεχές μέλλον και στην Γκαμπόν. Στην Ταϊλάνδη, πάλι, η κυβέρνηση επένδυσε σχεδόν ένα εκατομμύριο δολάρια στην ίδρυση ενός γενετικού εργαστηρίου υπό τις οδηγίες των Ογκντεν και ΜακΙουινγκ. Σε διάστημα 12 μηνών το συγκεκριμένο εργαστήριο διεκπεραίωσε 26 υποθέσεις, ενώ στη Μαλαισία οι επιστήμονες έχουν αυτή τη στιγμή στα χέρια τους περί τα 2.300 δείγματα ελεφαντόδοντων να εξετάσουν.

Η διαδικασία δεν είναι ούτε απλή αλλά ούτε και φτηνή. Η εξαγωγή DNA μπορεί να διαρκέσει πολλές ημέρες, ενώ το κόστος αγγίζει τις 300.000 ευρώ τον χρόνο.

Νέες προκλήσεις

Αυτήν την περίοδο, ο Ογκντεν έχει καταπιαστεί με δύο νέες προκλήσεις. Αφενός τη δημιουργία μιας βάσης δεδομένων για τίγρεις που βρίσκονται σε καθεστώς αιχμαλωσίας,ώστε τα ζώα να επιστρέψουν στο φυσικό τους περιβάλλον. Αφετέρου την ανάπτυξη μιας μεθόδου εντοπισμού της γεωγραφικής προέλευσης των ιχθυαποθεμάτων στα ευρωπαϊκά και τα βρετανικά ύδατα, προκειμένου να καταπολεμηθεί η παράνομη αλιεία.