Πίτερ Σίμους Ο’Τουλ, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, γεννήθηκε το 1932, αλλά το «πού» δεν έχει διευκρινιστεί, ούτε καν από τον ίδιο. Μερικές πηγές δίνουν ως γενέτειρά του την Κονεμάρα στην Ιρλανδία, άλλες το Γιόρκσαϊρ στην Αγγλία, όπου και μεγάλωσε. Στην αυτοβιογραφία του, μάλιστα, ο Ο’Τουλ δήλωνε ως ημερομηνία γέννησής του τις 2 Αυγούστου, υπογραμμίζοντας όμως πως είχε στην κατοχή του ένα πιστοποιητικό γέννησης από την κάθε χώρα. Ηταν ο γιος της Κόνσταντς Τζέιν Ελιοτ, μιας σκωτσέζας νοσοκόμας, και του Πάτρικ Τζόζεφ Ο’Τουλ που, αν και μεταλλουργός, ήταν παράλληλα ποδοσφαιριστής και… φημισμένος μπουκεράς για τους φανατικούς του ιπποδρόμου. «Δεν είμαι από την εργατική τάξη», έλεγε συχνά αστειευόμενος ο ηθοποιός, «είμαι από την εγκληματική τάξη». Στην εφηβεία, οι καβγάδες ήταν καθημερινό φαινόμενο.

Με το που αφήνει πίσω του τα σχολεία, ο Ο’Τουλ προσλαμβάνεται ως εκπαιδευόμενος δημοσιογράφος και φωτογράφος στην εφημερίδα «Ιβνινγκ Ποστ», αποφασισμένος να απομακρυνθεί από το αρρωστημένο περιβάλλον του. Μέχρι που καλείται να υπηρετήσει στο Βασιλικό Ναυτικό! Ερωτώμενος από έναν εριστικό προϊστάμενό του σχετικά με το ποια καριέρα θα προτιμούσε, ο Ο’Τουλ απάντησε «αυτή του ποιητή. Ή του ηθοποιού». Και το 1952 θα εγγραφεί στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, μετά την απόρριψή του από τη δραματική σχολή του Δουβλίνου. Αιτία της απόρριψης; Η αδυναμία του να μιλήσει σε άπταιστη ιρλανδική διάλεκτο. Συμμαθητές του, ο Αλμπερτ Φίνεϊ και ο Αλαν Μπέιτς. «Ηταν η καλύτερη τάξη στην ιστορία της σχολής, αλλά εκείνη την περίοδο κανένας δεν μας έπαιρνε στα σοβαρά», θα δηλώσει αργότερα.

Από καθαρή τύχη, ο μεγάλος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Λιν θα παρακολουθήσει μια προβολή της περιπέτειας «Ο άνθρωπος που λήστεψε την τράπεζα της Αγγλίας» το 1960, ταινία στην οποία ο Ο’Τουλ (που ήδη ήταν ένα αναγνωρίσιμο όνομα του θεάτρου) είχε έναν δευτερεύοντα ρόλο. Ηταν η περίοδος που ο Λιν αναζητούσε επειγόντως πρωταγωνιστή για την επόμενη ταινία του, τον «Λόρενς της Αραβίας», ένα μεγαλεπήβολο έπος βασισμένο στην ιστορία του Τόμας Εντουαρντ Λόρενς, αξιωματικού του βρετανικού στρατού, που κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ανέλαβε να κατασκοπεύσει τον στρατό των διαφόρων αραβικών φυλών στη Σαουδική Αραβία, αλλά στο τέλος συμμάχησε μαζί τους, ενώνοντας τις αντιμαχόμενες αραβικές φατρίες. Βλέπει λοιπόν τον Ο’Τουλ στην οθόνη και λέει «αυτός είναι». Οι παραγωγοί χάνουν τη μιλιά τους. «Αυτόν; Από πού κι ώς πού; Ποιος τον ξέρει; Γιατί να μην αγκαζάρουμε ένα μεγάλο όνομα; Δεν θες Αμερικανό; Ας πάρουμε τον Αλέν Ντελόν ή τον Χορστ Μπούκχολτς!». Ο Λιν δεν ακούει κανέναν. Γυρίζει στα γρήγορα δυο δοκιμαστικά και τα παρουσιάζει στους χρηματοδότες του. Ο Ο’Τουλ δείχνει πραγματικά γεννημένος να παίξει τον ρόλο.

ΜΕΘΥΣΜΕΝΟΣ. Κι όμως, παρά τη μεγάλη ευκαιρία που του είχε μόλις προσφερθεί, ο ηθοποιός δεν είχε καμία πρόθεση να παίξει με τους κανόνες: κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο στην Ιορδανία, μετά δυσκολίας μπορούσε να κρύψει πως ήταν ήδη μεθυσμένος. Αφήστε δε που τα αδύναμά του μάτια (υπέφερε από μια σπάνια ασθένεια για την οποία είχε εγχειριστεί οκτώ φορές πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα) υπέφεραν ακόμα περισσότερο με τα τερτίπια της άμμου και του ανελέητου ήλιου της ερήμου. Ακόμη και το φαγητό τον αφήνει ανικανοποίητο –υποφέρει από στομαχόπονους, τους οποίους και καταπολεμά με το αλκοόλ. Για όλους αυτούς τους λόγους κοντραρίζεται συχνά με τον Ντέιβιντ Λιν, σκηνοθέτη φημισμένο για την ακρίβεια και την αυστηρότητά του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να πω αυτές τις ηλίθιες ατάκες», του λέει, και ο Λιν τρελαίνεται. Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Ο’Τουλ θα δήλωνε σε μια συνέντευξή του τα καλύτερα για τον Λιν: «Ξεχάστε τις σπουδές μου, σχολείο για μένα ήταν ο Ντέιβιντ Λιν. Από αυτόν αποφοίτησα, από αυτόν έμαθα τα πάντα για το σινεμά, για την κάμερα, για τους φωτισμούς, από αυτόν έμαθα όσα γνωρίζουν ελάχιστοι σκηνοθέτες σήμερα». Θα δώσει μάλιστα στο πρώτο του παιδί το όνομα Λόρκαν, το κελτικό ανάλογο του Λόρενς.

ΣΕΡΙ ΕΠΙΤΥΧΙΩΝ. Οι επόμενες εμφανίσεις του ήταν σε εξίσου μεγάλες παραγωγές: έπαιξε τον Ερρίκο Β’ στο «Μπέκετ», πλάι στον Ρίτσαρντ Μπάρτον, και στον «Λόρδο Τζιμ», παρέα με τους Τζέιμς Μέισον και Ελάι Γουάλας. Δοκίμασε όμως και τις δυνάμεις του στην κωμωδία με το «Χαρέμι για δύο», όπου συμπρωταγωνίστησε με τους Πίτερ Σέλερς, Γούντι Αλεν, Ρόμι Σνάιντερ και Ούρσουλα Αντρες, στον ρόλο ενός άντρα που οι γυναίκες καταδιώκουν μανιωδώς. Αφησε εποχή στη «Νύχτα του στρατηγού» το 1967 (ουρές στις αθηναϊκές αίθουσες), ενώ κέρδισε άλλη μια υποψηφιότητα για Οσκαρ (από τις οκτώ συνολικές του –οι περισσότερες για έναν ηθοποιό που δεν κέρδισε ποτέ το βραβείο) με το «Αντίο κύριε Τσιπς» το 1969. Μέχρι που οι ρόλοι άρχισαν να χειροτερεύουν, μαζί με τον αλκοολισμό του. Μόλις το 1982 θα κατόρθωνε να κάνει μια αξιοσημείωτη επιστροφή, με την αμερικανική κωμωδία «Η αγαπημένη μου χρονιά» –δίχως όμως να κερδίσει την εμπιστοσύνη των παραγωγών.

Και ήρθε ένας Ευρωπαίος, ο Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, να του δώσει μία ακόμη ευκαιρία, με έναν σημαντικό δεύτερο ρόλο στον «Τελευταίο αυτοκράτορα» το 1987. Οι εμφανίσεις που ακολούθησαν ήταν μάλλον σποραδικές με μια-δυο εξαιρέσεις –ανάμεσά τους την «Τροία» (ως βασιλιάς Πρίαμος) και το «Venus», μια τρυφερή δραματική κωμωδία. Στην τελευταία βρέθηκε ξανά υποψήφιος για να χάσει το Οσκαρ από τον Φόρεστ Γουίτακερ (που το κέρδισε για τον «Τελευταίο βασιλιά της Σκωτίας»). «Δεν έχω κάτι να μετανιώσω. Διάλεξα το αλκοόλ γιατί ήταν το καλύτερο των ναρκωτικών και η μόνη γυμναστική που έκανα στη ζωή μου ήταν το βάδην πίσω από τα φέρετρα των φίλων μου που αγαπούσαν τη γυμναστική», δήλωνε σε μία από τις τελευταίες του συνεντεύξεις. Ενας ηθοποιός που ποτέ δεν απασχόλησε τις εφημερίδες με κανένα μεγάλο σκάνδαλο, πέραν αυτού της ίδιας του της ύπαρξης.

iframe width=»420″ height=»315″ src=»//www.youtube.com/embed/x9QHSeFRsA0″ frameborder=»0″ allowfullscreen=»»>