Σε κρίσιμο σταυροδρόμι επιλογών βρίσκεται το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο το επόμενο διάστημα θα κληθεί να αποσαφηνίσει τις εκλεκτικές του συγγένειες και στο πεδίο των πολιτικών συμμαχιών. Η ανάγκη για δημιουργία ευρύτερων συγκλίσεων προκύπτει από την αβεβαιότητα της Κουμουνδούρου να σχηματίσει κυβέρνηση ακόμη κι αν κερδίσει τις επόμενες βουλευτικές εκλογές.

ΨΑΧΝΟΝΤΑΙ. Στο πλαίσιο αυτό, στο «ραντάρ» της Κουμουνδούρου έχουν μπει οι έντονες κινήσεις και διεργασίες που γίνονται το τελευταίο διάστημα στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Το ενδιαφέρον είναι πως, ενώ μέχρι πρότινος το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης εστίαζε την προσοχή του κυρίως στη Δημοκρατική Αριστερά, για πρώτη φορά το τελευταίο διάστημα φαίνεται ότι ακούγονται και φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίες μιλούν και για προσέγγιση με την κίνηση των 58.

Ενδεικτικό στην κατεύθυνση αυτή είναι το χθεσινό σχόλιο του αρθρογράφου Γιώργου Κυρίτση που δημοσιεύθηκε στην «Αυγή» με τίτλο «Οικεία πρόσωπα – ανοίκειες πολιτικές», από το οποίο είναι εμφανής ο προβληματισμός που κυριαρχεί στο εσωτερικό του κόμματος σε ό,τι αφορά τις συμμαχίες. Στο άρθρο υπογραμμίζεται ότι «το να μη χωνεύεις κάποιον είναι επαρκής λόγος για να μην τον συναναστρέφεσαι, δεν είναι όμως επαρκής λόγος για να αποκλείσεις συνεργασία μαζί του».

Και συνεχίζει, υποστηρίζοντας ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «προφανώς πρέπει να έχει προβλέψει σενάριο και για την περίπτωση συνεργασίας με δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, εφόσον υπάρξει σύγκλιση ή και ανάγκη. Με την ίδια ακριβώς λογική που πρέπει να έχει και επεξεργασμένο σενάριο για περιπτώσεις κόμπλας με το ευρώ, όσο μικρές και να είναι οι πιθανότητες να του χρειαστεί».

Εάν η «ορθόδοξη» κομματική γραμμή περιγράφει το σενάριο συνεργασίας με δυνάμεις όπως οι 58 ως περίπου… αναγκαίο κακό, άλλα στελέχη του, όπως ο βουλευτής της Β’ Αθηνών Πέτρος Τατσόπουλος, εμφανίζονται περισσότερο θερμά.

Ο αιρετικός βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβάνει στους συγγενείς χώρους προς τον ΣΥΡΙΖΑ και ένα κομμάτι του ΠαΣοκ. Αφού έσπευσε να διευκρινίσει (Βήμα FM) ότι «ένα κομμάτι από τους 58, το ΠαΣοκ και τη ΔΗΜΑΡ το θεωρώ φυσικούς μας συμμάχους», υπογράμμισε ότι το όλο ζήτημα των συνεργασιών δεν είναι θέμα προσωπικής συμπάθειας. Οπως είπε χαρακτηριστικά, «δεν κρίνεις με προσωπικά δεδομένα στην πολιτική. Κρίνεις πολιτικά. Ποιοι είναι οι πιο συγγενείς χώροι προγραμματικά με τον δικό σου και δεν βρίσκω προσωπικά άλλον χώρο πιο συγγενή με εμάς, ούτε το ΚΚΕ ούτε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ».

Κι ενώ είναι φανερό πλέον ότι οι κινήσεις στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς έχουν μπει για τα καλά στο μικροσκόπιο της Κουμουνδούρου, η οποία μέχρι πρότινος έδινε την εντύπωση ότι την ενδιαφέρουν μόνο οι «καθαρόαιμες αντιμνημονιακές δυνάμεις» όπως των Ανεξάρτητων Ελλήνων, η παρουσία του εκπροσώπου Τύπου του κόμματος Π. Σκουρλέτη στο Συνέδριο της Δημοκρατικής Αριστεράς κλείδωσε το ζωηρό φλερτ της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ειδικά προς την ηγεσία του Φώτη Κουβέλη.

Μακριά από πικρόχολους χαρακτηρισμούς του κοντινού παρελθόντος –όταν η ΔΗΜΑΡ ήταν ο τρίτος εταίρος της σημερινής κυβέρνησης -, ο εκπρόσωπος Τύπου και πρόσωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του Αλέξη Τσίπρα άρχισε την τοποθέτησή του θυμίζοντας στους συνέδρους ότι κάποτε ήταν σύντροφοι και φίλοι κάτω από την ίδια κομματική στέγη.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΦΙΛΙΑΣ. «Ο σημερινός χαιρετισμός εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένας τυπικός χαιρετισμός, όχι μόνο γιατί συνυπήρξαμε με τους περισσότερους από εσάς επί δεκαετίες στο ίδιο κόμμα αλλά γιατί, πολύ περισσότερο, η κρισιμότητα των στιγμών επιβάλλουν να είμαστε ειλικρινείς και ευθείς», υπογράμμισε την Πέμπτη ο εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πρόσθεσε ότι «η επόμενη κυβέρνηση θα σχηματισθεί είτε με κορμό τη ΝΔ, είτε με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ».

Ο ίδιος έσπευσε να διασκεδάσει τους φόβους της ΔΗΜΑΡ περί δημιουργίας νέου δικομματισμού και μίλησε για νέο «διπολικό σκηνικό» το οποίο, όπως είπε, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται και να λειτουργεί εις βάρος της αυτόνομης και διακριτής πολιτικής παρουσίας των πολιτικών κομμάτων, τα οποία οφείλουν όμως να οριοθετούνται με σαφήνεια απέναντι στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό που κυβερνά τον τόπο και εκφράζεται με μια ακροδεξιά ρητορική και πρακτική.