Η 80χρονη Ανγκέλα Βελίκοβα γεννήθηκε, μεγάλωσε και κάποια στιγμή θα πεθάνει περιφραγμένη από τον έξω κόσμο. Η απαγκίστρωση της χώρας της από τη σοβιετική επιρροή μετρά δύο δεκαετίες. Τα σημάδια όμως του σιδηρούν παραπετάσματος είναι ακόμα ορατά. Εκεί όπου τελειώνουν οι αυλές των γειτόνων της θα δεις ένα αδειανό φυλάκιο και μια ξεχαρβαλωμένη πύλη. Κάποτε, απέκλειαν τη Βελίκοβα και τους συμπατριώτες της από τη Δύση. Σήμερα, τρία χιλιόμετρα μακρύτερα, ένας νέος φράχτης θα στηθεί στα τουρκικά σύνορα για να ανακόψει το κύμα της παράνομης μετανάστευσης από την Ασία.

Βρέθηκα πρόσφατα στο Γκολιάμ Ντερβέντ, το χωριό της Βελίκοβα. Αντίκρισα τα απομεινάρια του σιδηρούν παραπετάσματος, είδα και ένα δείγμα του νέου βουλγαρικού φράχτη. Ενισχυμένος με κοφτερό συρματόπλεγμα θα έχει σκοπό, σύμφωνα με τη βουλγαρική κυβέρνηση, να κατευθύνει τους μετανάστες στα ελεγχόμενα σημεία εισόδου. Η μικροκαμωμένη Βελίκοβα μού είπε ότι δεν την ενοχλούν οι παράνομα εισερχόμενοι μετανάστες. Τους προσφέρει και φαγητό –όσο της περισσεύει στη φτωχική καθημερινότητά της. Οι μετανάστες δεν είναι για εκείνη «εισβολείς», αλλά «επισκέπτες». Άλλωστε, επί χρόνια το χωριό της ήταν αποκομμένο από ταξιδιώτες.

Από το 1944 μέχρι το 1989 ως δορυφόρος της Σοβιετικής Ένωσης η Βουλγαρία ήταν ένα αποστειρωμένο έθνος. «Για να ταξιδέψει κάποιος στον δυτικό κόσμο έπρεπε να υποβάλει αίτηση, να ερευνηθεί το οικογενειακό του ιστορικό και η συμπεριφορά του και να διαπιστωθεί πόσο ευάλωτος θα ήταν στα ερεθίσματα ενός άλλου τρόπου ζωής», μου λέει η Αιμιλία Καραμπόεβα που μελετά αυτή την ιστορική περίοδο στη Βουλγαρική Ακαδημία Επιστημών.

Το καθεστώς ακροβατούσε στην παράνοια. Αν και δέσμευε τους πολίτες του εντός συνόρων, επέτρεπε σε δυτικούς να επισκεφτούν τουριστικές περιοχές καθώς είχε ανάγκη το συνάλλαγμά τους. Τα εστιατόρια όμως, τα ξενοδοχεία και τα μαγαζιά όπου σύχναζαν οι ξένοι ήταν απαγορευμένα μέρη για τους Βούλγαρους. Δεν έπρεπε να έρθουν σε επαφή μαζί τους μήπως και «μολυνθούν» από τα ήθη τους.

Εκείνοι που μπορούσαν πιο εύκολα –και νόμιμα- να διασχίζουν το παραπέτασμα ήταν οι φορτηγατζήδες. «Ήταν σημαντικοί για όλους. Ήταν πηγή συναλλάγματος, έφερναν στους πολίτες πολύτιμα δυτικά αγαθά, αλλά και νέα για το τι γινόταν έξω από το παραπέτασμα», λέει η Καραμπόεβα. «Πολλοί όμως τους ζήλευαν. Θεωρούσαν ότι δεν δικαιούνταν αυτό το προνόμιο γιατί δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένοι. Κάποιοι από τους φορτηγατζήδες μάλιστα ήταν και κατάσκοποι του καθεστώτος».

Ορισμένοι οδηγοί εκείνης της περιόδου διακινούσαν συμπατριώτες τους στη Δύση. Ωστόσο αυτή η πτυχή του ρόλου τους αποκρυπτόταν από το καθεστώς. Δεν ήθελαν ο βουλγαρικός λαός να μάθει ότι υπάρχει διέξοδος, ότι μπορεί κάποιος –έστω και με κίνδυνο της ζωής του και παράνομα- να διασχίσει τα σύνορα προσδοκώντας μια καλύτερη ζωή.