Ετος 1918. Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σημαίνει και το τέλος (έστω: τέσσερα χρόνια αργότερα, τυπικά) μιας Αυτοκρατορίας, που με έναν τρόπο άλλαξε αν όχι ολόκληρη την Ευρώπη και την Εγγύς Ανατολή, τουλάχιστον την περιοχή μας. Και πάντως τη Συμβασιλεύουσα –του Βυζαντίου –Θεσσαλονίκη, που παράλληλα με την Πόλη έγινε κέντρο αυτού του… τέλους.

Το τέλος του Πολέμου και η «ατυχής συμμαχία στην οποία εσύρθη ο τελευταίος Σουλτάνος εξαιτίας των εμμονών τριών πασάδων» (μιλάμε για την Κεντρική Συμμαχία, που ηττήθηκε τελικά) οδήγησε σε κατάρρευση την Οθωμανική Αυτοκρατορία, που μετά το τέλος των διαδόχων του Μεχμέτ Ε’ Ρεσάτ (που πέθανε το 1918), γνωστού και ως «Πατερούλη» πριν από τον Στάλιν, πέρασε στις 15 Οκτωβρίου 1922 στον Μουσταφά Κεμάλ και στη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση, κάνοντας την Κωνσταντινούπολη «απλή επαρχία της Αγκυρας», σύμφωνα με την πρωτοσέλιδη ανταπόκριση της «Καθημερινής». Και αυτό αφού οι δύο εμμονικοί πασάδες δολοφονήθηκαν από άνδρες της «Επιχείρησης Νέμεσις» και ο τρίτος σκοτώθηκε από τον Ερυθρό Στρατό.

Αυτό είναι το τέλος σε μια –σχεδόν μυθιστορηματική και πάντως βασισμένη σε ιστορικά στοιχεία και ντοκουμέντα –περιπλάνηση σε τέσσερις αιώνες αυτοκρατορικούς και οθωμανικούς, στα έργα και τις ημέρες πέντε Σουλτάνων, υπόλογων κατά το μοναρχικό δεδομένο μόνο στον Θεό, όπως φαίνεται και από τον ισλαμικό τίτλο τους: «Σκιά του Θεού στην Γη» (zill Allah fi’l-alem). Παρότι οι Σουλτάνοι κυβέρνησαν από το 1299, η μυθιστορία του δημοσιογράφου και δεινού ιστοριοδίφη, θα τολμούσαμε να πούμε, Κώστα Ιορδανίδη «Στη Σκιά των Σουλτάνων» αρχίζει από τον Μουράτ Β’ τον Κατακτητή, περνάει από Σταυροφορίες, ελληνικά δεσποτάτα για να περιηγηθεί τη Θεσσαλονίκη, «το μέγα τρόπαιο». Εξού και ο υπότιτλός του, «Περιδιάβαση στη Θεσσαλονίκη και Ελληνο-Οθωμανικά παράλληλα», που μόνο αφορμή αποτελεί για να βουτήξει στις γραπτές πηγές για τη σουλτανική ιστορία και τα κατορθώματα –ή το αντίθετο… –των Μεχμέτ Δ’ του «Κυνηγού», Αμπντούλ Μετσίντ του Μεταρρυθμιστή και Αμπντούλ Χαμίτ του Δαιμονικού, προτού φτάσει στον ύστατο «Πατερούλη» με φθίνουσα εξουσία εξ ουρανού.

Ο συγγραφέας –ιδρυτικό μέλος, μεταξύ των άλλων, του Ελληνικού Ινστιτούτου Αμυντικής και Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ), υπότροφος του ΝΑΤΟ, αρθρογράφος στον ΔΟΛ και στην «Καθημερινή» και τιμημένος με Βραβεία Ιπεκτσί και Μπότση –υποστηρίζει ότι το πόνημά του δεν είναι «σε καμιά περίπτωση ιστορική πραγματεία» και επιμένει στην περιδιάβαση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με άξονα τη Θεσσαλονίκη και «εσώτερο σύνδεσμο την άμεση ή λανθάνουσα εμπλοκή των Ελλήνων –μιας από τις συνιστώσες της Αυτοκρατορίας –με τον εκάστοτε Οθωμανό μονάρχη». Ιδεολογική συνεκδοχή, είπατε; Η «άρνηση να αποδοθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατ’ αποκλειστικότητα στους Τούρκους».

Κάπου εκεί στην πορεία βλέπει τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής να επηρεάζουν και να διαφεντεύουν κάποτε τις μοίρες, επιχειρώντας να «εκσυγχρονίσουν» τις δύο παραπάνω κρατικές οντότητες. Και προς το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, βλέπει τον Οθωνα να αφήνει την εξουσία στην Ελλάδα, για να αναλάβει ο ευνοούμενος των Αγγλο-Γάλλων Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος.

Είναι η περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία συνάπτει δεκαοκτώ συναπτά δάνεια με ξένους οίκους (μας θυμίζει κάτι αυτό;) για να καταλήξει –το 1875 –σε χρεοκοπία.

Παρά δε τη –θρησκευτικού επιπέδου –ισότητα , που σφραγίστηκε με φιρμάνι, η έξαρση της εθνικής δραστηριότητας των Ελλήνων στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, γράφει ο Κώστας Ιορδανίδης, έκανε την Υψηλή Πύλη να πάρει, στον αντίποδα, έκτακτα μέτρα: «Εμποροι και ιερείς, προερχόμενοι από την Ελλάδα, που αποβιβάζονταν σε οθωμανικά λιμάνια υποβάλλονταν σε ανάκριση».

Ολα αυτά σε μια «οθωμανική κιβωτό», στη δημιουργία της οποίας μετείχε και το έθνος των Ελλήνων. Για την οποία η έρευνα του συγγραφέα αποκαθιστά πολλούς ισοπεδωτικούς αφορισμούς στους οποίους έχουμε μάθει –άκριτα –να πιστεύουμε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία.