Σε μια εντυπωσιακή συλλογή διηγημάτων που δημοσιεύθηκαν μετά θάνατον, το 2007, ο Αρθουρ Μίλερ μάς θυμίζει γιατί τα θεατρικά του παραμένουν μια καθαρτήρια αποτίμηση της ανθρώπινης τραγωδίας

Δεν υπάρχει σελίδα στα διηγήματα του Αρθουρ Μίλερ (1915-2005) που δεν σε καλεί να την ξαναδιαβάσεις. Ενας βασικός λόγος είναι ασφαλώς ότι αναπόφευκτα το μυαλό μας επιστρέφει στα κλασικά θεατρικά του έργα προσπαθώντας να ανακαλέσει τι ήταν αυτό που μας γοήτευσε κάποτε, γιατί «Ο Θάνατος του Εμποράκου» (ορθότερα, του Πωλητή) έχει αναχθεί σε έργο-σύμβολο της δραματουργίας του 20ού αιώνα, γιατί το «Θέα πάνω από τη γέφυρα» μας προκάλεσε υπαρξιακό ρίγος αποθεώνοντας την έννοια του πάθους, γιατί το «Δοκιμασία ή οι Μάγισσες του Σάλεμ» μας εισάγει σε ένα είδος αναδρομικής πολιτικής δραματουργίας ή γιατί το «Ηταν όλοι τους παιδιά μου» εισάγει βιβλικά μοτίβα στην ανατομία της μεταπολεμικής οικονομίας της αγοράς. Αλλά όχι μόνο. Η έκπληξη που δοκιμάζεις εδώ έχει κάτι το πρωτογενές που δεν έχει να κάνει με τη συσσώρευση σοφίας διά μέσου δεκαετιών πνευματικής παραγωγής όσο με την ειδολογική αλλαγή. Ο Αρθουρ Μίλερ καταφέρνει να συμπυκνώσει σε λίγες σελίδες θεματικές γραμμές που σε άλλους θα απαιτούσαν τον χώρο ολόκληρου μυθιστορήματος για να αναπτυχθούν και μας εκπλήσσει με τη φρεσκάδα, την ευρηματικότητα και την ποικιλομορφία των ιστοριών. Μάλιστα, έμεινα με ένα αίσθημα στέρησης που δεν μας έδωσε και άλλες συλλογές διηγημάτων και που η κλασική του θεατρική δημιουργία επισκιάζει τα υπόλοιπα έργα του.

Στο δεύτερο διήγημα της συλλογής, «Η Παράσταση», ο Μίλερ αναπτύσσει την ιστορία ενός κλακετίστα που εν μέσω Κραχ του ’30 βρέθηκε σε περιοδεία στην Ευρώπη. Εκεί τον προσέγγισε κάποιος υπεύθυνος για τα πολιτιστικά των Ναζί και του έκανε γενναιόδωρη πρόταση για μία και μοναδική εμφάνιση ενώπιον του Χίτλερ σε ένα βερολινέζικο κλαμπ. Ο χορευτής θα ενθουσιάσει τον Φύρερ με την τέχνη του και θα του προταθεί να ηγηθεί εκστρατείας για τη διάδοση της κλακέτας στη Γερμανία –τέχνης που κατά τον Φύρερ θα εκπαιδεύσει τη νεολαία σε έναν απαράμιλλο συνδυασμό αθλητικού ιδεώδους και πολιτιστικής έκφρασης.

Ομως ο ήρωάς μας, Εβραίος ων, παρά το ότι θα περάσει το φυλετικό τεστ –εξαίρετη σκηνή -, θα παλέψει με τα ηθικά του διλήμματα και τον τρόμο και τελικά θα αρνηθεί την πρόταση της ζωής του, αν και θα ομολογήσει την ταυτότητά του. Αφηγητής και συγγραφέας θα αναμετρηθούν με την ειρωνεία της ιστορίας και με την αίσθηση ότι η ζωή μοιάζει με όνειρο, αν και μέσω των ονειροπολήσεων προκύπτουν «πολλά σπουδαία πράγματα».

Η ονειρική διάσταση της πραγματικότητας θα αναπαραχθεί πάντως στο τελευταίο διήγημα –που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή -, όπου ένας απόμαχος της ζωής ξυπνά «φέροντας βαρέως τις επικρίσεις ότι δεν πρόσφερε αρκετά στο γυναικείο φύλο», κάνει μια πρωινή βόλτα στην έρημη παραλία και έρχεται αντιμέτωπος με ένα συνουσιαζόμενο ζευγάρι. Κάθεται απόμερα, βυθισμένος στις αναμνήσεις του και αποθαυμάζοντας τον ωκεανό, όταν η γυναίκα τον πλησιάζει και του αποκαλύπτει πως ήταν σε πλήρη επίγνωση του ότι τους έπαιρνε μάτι και ότι παρά ταύτα (ή ίσως ακριβώς ως εκ τούτου) συνέχισε με το ίδιο πάθος. Μπαίνουν στο νερό, ενώ ο εραστής της έχει αποκοιμηθεί. Αγκαλιάζονται, φιλιούνται και το ωκεάνιο κύμα τούς ξεβράζει στην ακτή. Αργότερα ο ήρωάς μας αναρωτιέται αν συνέβησαν όλα τούτα τα λυτρωτικά ή τα ονειρεύτηκε, καταλήγοντας ότι δεν είχε σημασία αν το ζευγάρι ήταν όντως υπαρκτό, αφού το «γεγονός» τον είχε κάνει ευτυχισμένο.

Η αναζήτηση της ευτυχίας είναι συχνά ταυτόσημη στον Μίλερ με την αναζήτηση νοήματος στη ζωή. Στο πληρέστερο και εκτενέστερο διήγημα της συλλογής, το «Αποστακτήριο Τερεβινθίνης», ένας πολιτικοποιημένος αριστερός καλλιτέχνης (σαν τον Μίλερ) επισκέπτεται με τη γυναίκα του την Αϊτή, όπου διεξάγεται ένα πείραμα εκδημοκρατισμού και ανάπτυξης προκειμένου να βγει η χώρα από τη φτώχεια. Εκεί θα συναντήσει μεταξύ άλλων έναν ιδεαλιστή καλοσπουδασμένο Αμερικανό που έχει εγκαταλείψει την καλοπληρωμένη δουλειά του στο Μανχάταν και έχει εγκατασταθεί στο νησί με τη γυναίκα και τα παιδιά του, προσπαθώντας μες στη γενική απάθεια, υπανάπτυξη και διαφθορά των Τροπικών να κατασκευάσει ένα εργοστάσιο παραγωγής νεφτιού –προϊόντος περιζήτητου για φαρμακευτικούς και άλλους λόγους. Θέλει να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, να προσφέρει στα κοινά, να εξαγάγει τεχνολογία.

Δεκαετίες μετά, χήρος πια και απογοητευμένος από την αποτυχία του σοσιαλιστικού πειράματος, ο ήρωας θα ξαναεπισκεφθεί το νησί, για να το βρει σε πολύ χειρότερη κατάσταση από οικονομική και οικολογική άποψη, και θα αναζητήσει τις εγκαταστάσεις του νεκρού πλέον Αμερικανού που τις έχουν καταβροχθίσει ο χρόνος και η βλάστηση. Αν και η ανθρώπινη ουτοπία κείται θρυμματισμένη στο έδαφος, ο ήρωάς μας θα επανανακαλύψει τον αδιάφορο αλτρουισμό των ντόπιων, την «τρέλα της ελπίδας», τη ρομαντική έλξη για πράγματα προ πολλού χαμένα, την εγωμανία και βλακεία του είδους μας, ενώ θα αναστήσει τον έρωτα για τη νεκρή γυναίκα του.