Την περιπέτεια του πλοιάρχου Ρίτσαρντ Φίλιπς, του κινηματογραφικού ήρωα που ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς, στα χέρια των σύγχρονων πειρατών έχουν ζήσει εκατοντάδες ναυτικοί τα τελευταία χρόνια. Η δράση πειρατών μοιάζει βγαλμένη από το παρελθόν. Μόνο που στον ρόλο των διαβόητων Τζακ Σπάροου, Κάπτεν Χουκ, Μπαρμπαρόσα και Μαυρογένη πρωταγωνιστεί πλέον ένας αρκετά μεγάλος αριθμός σομαλών ή και άλλων, αφρικανών κατά βάση, πειρατών.

Ειδικά στη Σομαλία, η νέα γενιά πειρατών δεν πτοείται ούτε από την παρουσία πολεμικών σκαφών που περιπολούν για να τους αποτρέψουν. Στόχος τους είναι να αποσπάσουν με κάθε κόστος ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό λύτρων, για την ακρίβεια εκατομμύρια δολάρια, ώστε να ελευθερώσουν το πλοίο και το πλήρωμά του που συνέλαβαν ομήρους υπό την απειλή των όπλων. Αλλού, πάλι, προτιμούν να ληστέψουν το φορτίο και τους ναυτικούς, όπως πέτυχαν το 2012 εις βάρος ελληνόκτητου τάνκερ στη Νιγηρία.

Οι πλέον επικίνδυνοι από αυτούς ουσιαστικά επανήλθαν στο προσκήνιο μεταξύ 1995-2000. Διάστημα κατά το οποίο αρχικά σομαλοί ψαράδες άρχισαν επιθέσεις κατά των αλιευτικών πλοίων χωρών που δεν έχουν γειτνίαση με την περιοχή τους (π.χ. Ισπανία), θεωρώντας ότι τους ανήκαν τα αλιεύματα της θάλασσάς τους. «Καθώς αυτή η αλιευτική δραστηριότητα από ξένα κράτη συνεχιζόταν, την περίοδο 2000-2004 οι ντόπιοι αλιείς κλιμάκωσαν περαιτέρω το επίπεδο της βίας προκειμένου να καταδείξουν πως δεν ήταν διατεθειμένοι να ανεχθούν άλλο τη συνέχιση αυτής της πρακτικής. Τότε ήταν που άρχισαν και να καταλαμβάνουν τα ξένα σκάφη. Την επόμενη διετία, η ανάδειξη των ισλαμιστών στην εξουσία βύθισε εκ νέου στο απόλυτο χάος τη Σομαλία, μία από τις φτωχότερες χώρες παγκοσμίως. Οι ψαράδες με τη βοήθεια πλέον και των ντόπιων πολέμαρχων που τους παρείχαν οπλισμό και προσωπικό με εμπειρία στον χειρισμό ελαφρών ή βαρέων όπλων, μεταβλήθηκαν έκτοτε σε πειρατές που πραγματοποιούν καταδρομικές ενέργειες εναντίον εμπορικών πλοίων που πλέουν πλησίον των ακτών της χώρας τους. Κινούνται δηλαδή σε μια τεράστια ακτογραμμή, που ξεπερνά τα 3.000 χιλιόμετρα, πολύ κοντά σε κομβικές θαλάσσιες αρτηρίες», λέει ο Πέτρος Σιούσιουρας, αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Ναυτιλίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, πρώην αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

ΤΟ ΧΑΣΜΑ. Ακριβώς λόγω αυτής της εξαιρετικά επικίνδυνης δράσης των πειρατικών συμμοριών, η ασφάλεια των ανοιχτών θαλασσών, ο ανεφοδιασμός της Δύσης με τα πετρέλαια του Περσικού Κόλπου και με αγαθά από την Ασία και την Ανατολική Αφρική δεν μπορούν να θεωρούνται δεδομένα, λέει. «Η παγκοσμιοποίηση έχει διευρύνει το χάσμα ευημερίας Βορρά – Νότου, με αποτέλεσμα την τελευταία δεκαετία να παρατηρείται σημαντική έξαρση των πειρατικών περιστατικών, ειδικά στις ακτές της Ανατολικής και της Δυτικής Αφρικής. Στο Κέρας της Αφρικής, μάλιστα, η ελεύθερη κίνηση των πλοίων μέσω της διώρυγας του Σουέζ –διαδρομή που συντομεύει κατά πολύ το δρομολόγιό τους από και προς τους πλέον προσφιλείς λιμένες προορισμού από Ασία προς Ευρώπη και Αμερική –αποτελεί πλέον παρελθόν», τονίζει ο κ. Σιούσιουρας, συγγραφέας, από κοινού με τον Δημήτρη Δαλακλή, και του βιβλίου «Σύγχρονες θαλάσσιες μεταφορές και το φαινόμενο της πειρατείας» (Εκδόσεις Ι. Σιδέρης, 2011).

ΤΑ ΣΟΜΑΛΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ. Από το 2005 και μετά, η διεθνής προσοχή και το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης εστίασαν έντονα στον Ινδικό Ωκεανό και στον Κόλπο του Αντεν. Καθιερώθηκε μάλιστα ο όρος «σομαλική πειρατεία», λόγω της γειτνίασης της χώρας με τις συγκεκριμένες περιοχές. Σε σχετική έκθεση του γενικού γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών για την κατάσταση στην περιοχή, γίνεται λόγος για δύο βασικά πειρατικά δίκτυα. Το πρώτο βρίσκει καταφύγιο στην περιοχή του Εϊλ (Puntland), ενώ το δεύτερο στο Χαραντχέρε (Mudug). Μικρότερες πειρατικές ομάδες εξορμούν από παράκτιες πόλεις (Μποσάσο, Κουαντάλα, Καλουούλα, Μπαργκάλ, Χόμπιο, Μογκαντίσου, Γκαράντ), ενώ πειρατική δράση καταγράφεται και στο Κισμάγιο, στα νότια. Σε κάποια από τις ακτές αυτές οδηγούν κάθε φορά οι ένοπλοι Σομαλοί ένα πλοίο μόλις το καταλάβουν. Ο τρόπος δράσης τους δεν έχει αλλάξει και πολύ συγκριτικά με το παρελθόν, διαπιστώνει ο Δημήτρης Δαλακλής, αντιπλοίαρχος του Πολεμικού Ναυτικού, διδάσκων στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. «Συγκροτούν συνήθως ολιγομελείς ομάδες, από 5 έως 8 άτομα, που με κινήσεις σχεδόν στρατιωτικής ακρίβειας προσεγγίζουν τα εμπορικά πλοία με μικρά γρήγορα σκάφη ώστε να έχουν πλεονέκτημα ταχύτητας. Ουσιαστικά επιχειρούν ρεσάλτο. Εκμεταλλεύονται πλέον στο έπακρο και τα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, όπως δορυφορικά τηλέφωνα και συστήματα προσδιορισμού στίγματος GPS, ώστε να συντονίζουν τις κινήσεις τους στην ανοιχτή θάλασσα. Το παράνομο εμπόριο όπλων και η αναρχία που επικρατεί στη χώρα τούς εξασφαλίζει και την ανεμπόδιστη πρόσβαση σε αυτόματα όπλα (AK47, M16, εκτοξευτές βομβίδων RPG κ.λπ.) υψηλής απόδοσης», συμπληρώνει.

«Τους έβλεπα να επιχειρούν το ρεσάλτο από τρία σημεία»

Και ελληνόκτητα πλοία και πληρώματα πέφτουν κατά καιρούς στα χέρια των πειρατών. Καταμεσής της θάλασσας, βιώνουν ώρες αγωνίας που δύσκολα τελικά ξεχνούν, όπως παραδέχεται, μιλώντας στα «ΝΕΑ», έλληνας ναυτικός (επιθυμεί να διατηρήσει ανωνυμία) που μετρά 28 ολόκληρα χρόνια στα βαπόρια. Από το 2007, μάλιστα, ταξιδεύει συνεχώς στο «στόμα του λύκου», στην ευρύτερη περιοχή του Κόλπου του Αντεν, ως πρώτος μηχανικός σε δεξαμενόπλοια. Το 2009 ήρθε και ο ίδιος τετ α τετ με πειρατές, τότε που στο «τσακ» το ελληνικό πλήρωμα απέτρεψε απόβαση των Σομαλών. «Εφυγε αρκετός κόσμος από το καράβι μετά το συμβάν αυτό. Εγώ είδα τότε πρώτος τους πειρατές από τη γέφυρα, να πλησιάζουν απ’ τα αριστερά μας, φωνάζοντας αμέσως στους υπόλοιπους: «πειρατές, πειρατές!». Για καμιά δεκαριά πόντους τη γλιτώσαμε, ύστερα από μία ολόκληρη ώρα λαχτάρας, όσο επιχειρούσαν από τρία διαφορετικά σημεία του πλοίου μας ρεσάλτο. Για μόλις τόσο δεν μας έφτασε η σκάλα τους…», ανατρέχει. «Λίγο νωρίτερα, οι πειρατές είχαν δεχτεί τρεις φωτοβολίδες από τον υποπλοίαρχο. Η τελευταία πέτυχε το βαρκάκι τους, οπότε υποχρεώθηκαν σε οπισθοχώρηση, αφού πρώτα πυροβόλησαν και αυτοί τρεις φορές με σαρανταπεντάρι εις βάρος μας, ευτυχώς ανεπιτυχώς. Το ΝΑΤΟ τότε τίποτα δεν έκανε. «Εχετε 6,60 μ. ύψος, άρα δεν μπορούν να ανέβουν ώς εκεί…», αρκέστηκαν να μας πουν μόλις τους ζητήσαμε βοήθεια…», λέει. Εκτοτε στο (άλλο) δεξαμενόπλοιο που ταξιδεύει έχουν τοποθετηθεί και ένοπλοι φρουροί, τρία – τέσσερα άτομα σε κάθε ταξίδι, με δαπάνη της πλοιοκτήτριας εταιρείας. «Κινούνται γύρω γύρω από το πλοίο και ελέγχουν κάθε ύποπτη κίνηση περιμετρικά του. Αυτοί είναι που, σε συνεργασία με τον πλοίαρχο, καθορίζουν τα μέτρα ασφαλείας που ακολουθούμε. Οποτε περνάμε από την επίμαχη περιοχή, όλα αλλάζουν: για λόγους ασφαλείας, για 10 – 15 ημέρες είσαι τότε συνεχώς κλεισμένος μέσα. Δεν βλέπεις το φως του ήλιου, παρά μόνο με άδεια του πλοιάρχου. Το πλοίο, πάλι, είναι ζωσμένο με συρματοπλέγματα, τα φινιστρίνια ερμητικά κλειστά. Ο φωτισμός απαγορεύεται, για να μη δίνουμε στόχο από μακριά. Οι πειρατές, πάντως, διαθέτουν και αυτοί ειδικό ηλεκτρονικό σύστημα εντοπισμού των πλοίων…», περιγράφει.