Ο πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς θα είναι στις ευρωεκλογές ο υποψήφιος των σοσιαλδημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων για τη θέση του νέου προέδρου της Κομισιόν. Ο Σουλτς είναι και ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών στις διαπραγματεύσεις για τη νέα κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού στη Γερμανία. Στη συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Μ. Σουλτς στέλνει στην Ελλάδα το μήνυμα της στροφής του Βερολίνου στην ανάπτυξη.

Κύριε Σουλτς, οι σχέσεις Ελλάδας και Γερμανίας υπέφεραν πολύ στη διάρκεια της προηγούμενης κυβέρνησης της Μέρκελ. Τι μπορεί να περιμένει η Ελλάδα από την αναμενόμενη συμμετοχή των Σοσιαλδημοκρατών στη νέα κυβέρνηση της Γερμανίας;

Κατ’ αρχήν εκείνο που μπορεί να περιμένει είναι ότι η οικονομική πολιτική που ακολουθούμε στην ευρωζώνη θα είναι ένας συνδυασμός της δημοσιονομικής εξυγίανσης –η οποία είναι σίγουρα αναγκαία –με στρατηγικές επενδύσεις για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Κυρίως στην Ελλάδα είδαμε ότι η θέση η μονομερής δημοσιονομική πειθαρχία θα οδηγήσει στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών είναι λάθος. Εμείς, όταν γίνει η νέα κυβέρνηση, θα δώσουμε ιδιαίτερο βάρος να ξεπεραστεί το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν σήμερα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το γεγονός δηλαδή ότι δεν βρίσκουν πρόσβαση σε κεφάλαια.

Στο Συνέδριο του SPD στη Λειψία ήσασταν ο μόνος που παρουσιάσατε αποτελέσματα από τις διαπραγματεύσεις με τη Μέρκελ για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Ακούγεται όμως ότι οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας επιμένουν να συμπεριληφθεί ρήτρα εξόδου μιας χώρας από το ευρώ. Ισχύει;

Το κεφάλαιο της Ευρώπης, με εξαίρεση την Τραπεζική Ενωση, είναι το μόνο που έκλεισε στις διαπραγματεύσεις για το κυβερνητικό πρόγραμμα. Γι’ αυτό και μπόρεσα να μιλήσω στο Συνέδριο. Τα υπόλοιπα θέματα συμφωνήθηκαν και από τα τρία κόμματα. Η Χριστιανοκοινωνική Ενωση κατέθεσε στο πρωτόκολλο ότι ήθελε να περάσει διάφορες θέσεις αλλά στην ολομέλεια των 75 μελών την περασμένη Τετάρτη αποφασίστηκε ομόφωνα το κεφάλαιο Ευρώπη, χωρίς καμία αναφορά σε οιεσδήποτε ρήτρες εξόδου και αποκλεισμούς. Η συμφωνία του συνασπισμού δεν περιλαμβάνει κάτι τέτοιο.

Στην ομιλία σας στο Συνέδριο του SPD αναφερθήκατε δύο φορές στην Ελλάδα: μία όταν μιλήσατε για την ανεργία των νέων και μία για να στιγματίσετε τη φοροδιαφυγή. Πότε περιμένετε τις θετικές αναφορές στην Ελλάδα;

Οι Ελληνες έχουν καταβάλει τεράστιες θυσίες. Σήμερα δεν πρέπει να μιλάμε πλέον για περικοπές, αλλά με ποιον τρόπο θα μπορέσουμε να αναζωογονήσουμε την οικονομία. Χρειαζόμαστε στρατηγικές επενδύσεις στη χώρα, π.χ. στον τουρισμό, στα λιμάνια, στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Μίλησα πρόσφατα με μεγάλους επιχειρηματίες στην Ελλάδα, τραπεζίτες, τον πρόεδρο του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου και διαπίστωσα ότι υπάρχουν πολλές δυνατότητες για επενδύσεις και αύξηση της απασχόλησης. Αλλά πρέπει κατ’ αρχήν να βρεθούν τα απαραίτητα μέσα –και εδώ πρέπει να αναλάβει ενεργότερο ρόλο η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Πρέπει να ξεπεράσουμε τη στενότητα πιστώσεων των τραπεζών. Επιπρόσθετα υπάρχουν τα κεφάλαια που μπορούν να εκταμιευθούν από τα διαρθρωτικά ταμεία της ΕΕ. Εάν η Ελλάδα δεν είναι σε θέση να διασφαλίσει τη συγχρηματοδότηση, πρέπει να βρούμε μεταβατικές λύσεις που δεν θα απαιτούν συγχρηματοδότηση.

Σήμερα μίλησα στο Συνέδριο ενός γερμανικού κόμματος που πρέπει να είναι υπερήφανο γιατί εγκολπώνεται τη φράση: «Θέλουμε μια ευρωπαϊκή Γερμανία και όχι μια γερμανική Ευρώπη». Είναι ένα μήνυμα με ιδιαίτερο αποδέκτη τους Ελληνες.
ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ SPD ΣΤΗ ΛΕΙΨΙΑ

Ανανέωση εμπιστοσύνης για καλύτερη ΕΕ

«Μόλις ακούσατε την πρώτη ομιλία του μελλοντικού προέδρου της Κομισιόν», σχολίασε ο προεδρεύων του Συνεδρίου του SPD στη Λειψία, όταν ο Μάρτιν Σουλτς κατέβηκε από το βήμα καταχειροκροτούμενος από τους 600 συνέδρους. Τον ενθουσιασμό τους από τον στρατευμένο λόγο του Σουλτς, που ζήτησε «νέα εμπιστοσύνη για μια καλύτερη Ευρώπη», έδειξαν στην ψηφοφορία που ακολούθησε. Με ένα μοναδικό ποσοστό 97,9% – η γραμματέας του SPD Αντρέα Νάλες πήρε μόλις 67,2% – ο Σουλτς προτείνεται ως επικεφαλής των Σοσιαλιστών και Σοσιαλδημοκρατών για τις ευρωεκλογές και υποψήφιος να διαδεχθεί τον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο ως πρόεδρος της Κομισιόν.