«Δεν διαθέτει την ξανθιά κόμη του Μπραντ Πιτ (που, για παράδειγμα, στο «World War Z» αντιμετωπίζει ορδές από ζόμπι δίχως να φανεί ούτε… ψαλίδα στο περιποιημένο του καρεδάκι), ούτε την αγέρωχη φιλμική περσόνα του ατσαλάκωτου Τομ Κρουζ (που σχεδόν σε κάθε φιλμ αναμετράται επιτυχώς με πολυάριθμους –και αρκετά… ψηλότερους –αντιπάλους του). Επίσης δεν έχει από πίσω του στρατιές ανήλικων φαν να πατάνε υψίσυχνες τσιρίδες κάθε φορά που ο ίδιος πατά το εκάστοτε κόκκινο χαλί, δεν έχει πρωταγωνιστήσει σε κανένα, μα κανένα σίκουελ και δεν έχει ερμηνεύσει ποτέ έναν σούπερ ήρωα.
Ποιος ηθοποιός θα μπορούσε να διατηρήσει την κυρίαρχη θέση του στη χολιγουντιανή βιομηχανία δίχως κανένα από τα παραπάνω γνωρίσματα; Αν μιλούσαμε για τη δεκαετία του ’70, θα λέγαμε, αρκετοί –εκείνα τα χρόνια, βλέπετε, ακόμη και οι αμερικάνοι επένδυαν σε αυτό που οι παλαιοί θεατές ονόμαζαν «φάτσα»: Τι «φάτσα» ο Τζακ Λέμον! Τι «μορφή» ο Γουόλτερ Ματάου! Τι «μούρη» ο Χένρι Φόντα! Θα τους έλεγε κανείς… ομορφόπαιδα; Σίγουρα όχι. Ηταν όμως ηθοποιοί που μπορούσαν να σηκώσουν στις πλάτες τους ολόκληρες ταινίες, ακόμη κι όταν το σενάριο δε βοηθούσε. Ηταν δηλαδή, τότε, ό,τι είναι σήμερα ο Τομ Χανκς. Το ξεκίνημα της καριέρας του οποίου σίγουρα δεν προμήνυε μια τέτοια συνέχεια: στο «Πάρτι για εργένηδες» του 1983, ο Χανκς φτάνει σε πάρτι συνοδεία ενός γαϊδάρου, τον οποίο στη συνέχεια «αποδεκατίζει» δίνοντας του ναρκωτικά, ενώ σε μια άλλη σκηνή ένα νεαρό ζευγάρι ετοιμάζεται για το πρώτο του φιλί και καταλήγει να φιλά τα γυμνά οπίσθια ενός άντρα που πέφτει από το μπαλκόνι. Δεν το λες και αξιοποιήσιμο οσκαρικό υλικό. Κι όμως. Αφού μάς συστήθηκε μέσα από ευχάριστες κωμωδίες σαν τη «Γοργόνα» και το «Big» του 1987 (ένα μικρό αριστούργημα, είναι η αλήθεια), ο Χανκς θα αποκάλυπτε γρήγορα τις δραματικές περγαμηνές του, πρώτα με το «Φιλαδέλφεια» το 1993, στον ρόλο του ομοφυλόφιλου Αντριου Μπέκετ που πεθαίνει από AIDS, και αμέσως μετά ως «Φόρεστ Γκαμπ» στην αβανταδόρικη ταινία του 1994. Και, προσέξτε, θα κερδίσει από ένα Οσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου. Ναι, δύο κορυφαίες βραβεύσεις, κολλητά σε δυο χρονιές.

Ο Τομ Χανκς βρίσκεται απέναντί μου ενώ ετοιμάζεται να ξεκινήσει η κουβέντα για το «Captain Phillips», τη νέα ταινία του σκηνοθέτη Πολ Γκρίνγκρας («Το τελεσίγραφο του Μπουρν») που βασίζεται σε μια αληθινή, συγκλονιστική ιστορία. Αυτή της κατάληψης του αμερικανικού πλοίου «Maersk Alabama», το 2009, από σομαλούς πειρατές. Το δε φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στον καπετάνιο Ρίτσαρντ Φίλιπς και τον σομαλό ομόλογό του, που τον κρατάει όμηρο («εγώ είμαι ο καπετάνιος τώρα», του λέει χαρακτηριστικά στο νευρώδες τρέιλερ). Και καθώς οι δύο άντρες εμπλέκονται σε μια σκληρή αντιπαράθεση, 145 μίλια μακριά από τις σομαλικές ακτές, ο Γκρίνγκρας φιλμάρει ένα αιχμηρό, καθηλωτικό και αγωνιώδες δράμα από αυτά που όχι απλώς σε σφηνώνουν στο κάθισμα σου, αλλά ενδέχεται να προκαλέσουν μέχρι και… εμφράγματα στους καρδιακούς.

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ. Ο Χανκς προετοιμάστηκε για τον ρόλο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: γνώρισε από κοντά το αληθινό πρόσωπο πίσω από το περιστατικό. «Ναι, τον γνώρισα. Βρεθήκαμε αρκετές φορές, μιλήσαμε νομίζω σχεδόν για τα πάντα. Οχι λόγω της υπευθυνότητας που προκύπτει όταν ενσαρκώνεις ένα υπαρκτό πρόσωπο –εγώ νιώθω αυτή την υπευθυνότητα κάθε φορά, είτε ο χαρακτήρας που παίζω υπάρχει είτε όχι. Αίσθημα ευθύνης έχω τη στιγμή που αναλαμβάνω να πω μια ιστορία. Η συγκεκριμένη περίπτωση όμως είχε ενδιαφέρον. Για παράδειγμα: αυτός ο άντρας που πέρασε αυτή την εξαντλητική δοκιμασία μπόρεσε και επέστρεψε στη θάλασσα. Ε, κάτι τέτοιους τύπους θες να τους γνωρίσεις! Αφήστε δε που κερδίζεις και χρόνο. Δεν χρειάζεται να γεννήσεις έναν χαρακτήρα από το μηδέν. Εχεις μια βάση, υπάρχει μια αφετηρία από την οποία μπορείς να ξεκινήσεις. Και μετά… βλέπεις».

ΣΑΝ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ. Η αληθοφάνεια του φιλμ σε πιάνει από τον γιακά, έτσι όπως είναι γυρισμένο με το γνωστό έντονο, ντοκιμαντερίστικο στυλ του σκηνοθέτη. Αλλά ο Χανκς δεν τρέφει αυταπάτες και φροντίζει να διαλύσει και τις δικές μας. «Η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ, και από την αρχή ξεκαθάρισα στον Ρίτσαρντ: κοίτα, θα πω και θα κάνω πράγματα που εσύ ο ίδιος δεν είπες και δεν έκανες ποτέ. Μου αρέσει να είμαι ξεκάθαρος».

Ισως γι’ αυτό το τελευταίο να χαίρει τέτοιας εκτίμησης –αυτή την «εντιμότητα» εκπέμπουν και οι χαρακτήρες που έχει ενσαρκώσει κατά καιρούς ο μεγάλος ηθοποιός, και αυτός είναι ίσως ο λόγος που σημαντικοί σκηνοθέτες τον έχουν αγκαζάρει για μία, πολλές φορές και για περισσότερες ταινίες τους: ο Στίβεν Σπίλμπεργκ φέρ’ ειπείν τον έχρισε πρωταγωνιστή σε τρεις, τη «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν», το «Πιάσε με αν μπορείς» και το «The Terminal». Τρεις ταινίες και τρεις χαρακτήρες με κοινό σημείο την εντιμότητα του κεντρικού τους ήρωα.

«Πρώτη φορά στη ζωή μου δοκιμάστηκα τόσο σε μια ταινία. Η απόφαση του Πολ να τη γυρίσει στη θάλασσα και όχι σε κάποιο στούντιο δεν βρήκε σύμφωνους τους παραγωγούς, και αν ήσασταν στα γυρίσματα θα καταλαβαίνατε γιατί. Δεν φαντάζεστε πόσες φορές κάποιο μέλος του συνεργείου έφτασε κοντά στο να κάνει εμετό πάνω σε κάποιον άλλον (γέλια). Αλλά το μόνο που έχει σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η αλήθεια. Είναι το DNA της συνθήκης. Και εγώ ως ηθοποιός επιλέγω πάντα αυτόν τον τρόπο ερμηνείας. Η αλήθεια είναι ζήτημα γονιδιακό».