Αποτελεί ειρωνεία αλλά ο Αλέξης Τσίπρας θύμισε χθες στη Θεσσαλονίκη τον Γιώργο Παπανδρέου. Το αμάρτημα του Παπανδρέου ήταν ότι μιλούσε και πολιτευόταν σαν να ήταν πρωθυπουργός της Δανίας, όχι της Ελλάδας. Το open gov, η πράσινη ανάπτυξη, η διαβούλευση, η ανταλλαγή e-mails με διάφορους οικονομολόγους του εξωτερικού, η χαλαρή αντιμετώπιση της κρίσης δανεισμού και η «λαρτζ» προσέγγιση της ευρωζώνης ήταν όλα εκδηλώσεις μιας έλλειψης επαφής με την πραγματικότητα. Το επιβεβαίωσε τραγικά η επιλογή του δημοψηφίσματος, τον Νοέμβριο του 2011, όταν ο Παπανδρέου έχασε μεμιάς και το εγχώριο και το ξένο πολιτικό ακροατήριο. Λογικό: όποιος αεροβατεί πέφτει τελικά στο κενό.

Στην πολιτική τα παθήματα δεν γίνονται μαθήματα. Χθες στη ΔΕΘ ο Τσίπρας μιλούσε σαν να ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια άλλη χώρα και όχι στην Ελλάδα. Μάλιστα, αυτό το μείγμα βεβαιοτήτων, εξαγγελιών και υποσχέσεων δύσκολα μπορεί να υλοποιηθεί όπου γης. Η άλλη χώρα θα μπορούσε, τελικά, να είναι η Συλδαβία, που τη δανείστηκε ο «κόκκινος τραπεζίτης» Ματιέ Πιγκάς στο βιβλίο του «Επαναστάσεις», για να εξηγήσει τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα επέστρεφε στη δραχμή. Φυσικά, η δραχμή ήταν και είναι λέξη «τζιζ» στην Κουμουνδούρου –κι ας τους καρφώνει ο κακός Αλέκος Αλαβάνος ότι δεν λένε την αλήθεια στον λαό. Η αλήθεια δεν ήταν όμως ποτέ δελεαστική στην πολιτική. Ο Κώστας Καραμανλής, ας πούμε, την είπε μόνο στην έξοδο, εκείνο το παγερό βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου 2009, όταν έκανε διάγγελμα στο Μαξίμου για να προκηρύξει έκτακτες εκλογές για την οικονομία, παραδεχόμενος ότι θα χρειαστεί πάγωμα μισθών και συντάξεων, κυνηγητό της φοροδιαφυγής και άλλα τρομακτικά.

Οι αναφορές στους δύο πρωθυπουργούς της κρίσης δεν είναι τυχαίες. Αμφότεροι υποσχέθηκαν λαγούς με πετραχήλια –που θα ‘λεγε και ο Παπαδημούλης –ως αρχηγοί της αντιπολίτευσης. Μόνο έτσι αισθάνονταν σίγουροι για την εκλογή τους. Αμφότεροι τα έκαναν μαντάρα σε κρίσιμες ΔΕΘ –ο ένας το 2008 και ο άλλος το 2009. Το ελαφρυντικό Καραμανλή και Παπανδρέου –αν υπάρχει –είναι ότι τότε η χώρα μπορούσε να πιστεύει ότι έχει έως ενός σημείου έλεγχο της δημοσιονομικής της πολιτικής. Τώρα όμως αυτό δεν ισχύει. Η Ελλάδα είναι δεσμευμένη από την τρόικα σε μια οικονομική πολιτική που δεν αλλάζει. Αυτό δεν σημαίνει ότι η σκληρή –γερμανικής επινόησης –λιτότητα δεν παράγει αδικία και αναρίθμητες προσωπικές τραγωδίες. Είναι σε αυτό το κύμα της απελπισίας που κοιτάει να σερφάρει ο Αλέξης Τσίπρας. Τι θα μπορούσε όμως να κάνει διαφορετικό μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ για να απαλύνει την κοινωνική οδύνη; Κρίνοντας από τις εξαγγελίες που ακούσαμε χθες, όχι πολλά. Γιατί ακούσαμε αυτά που θα θέλαμε όλοι να ισχύσουν, αλλά δεν ακούσαμε με πειστικό και σοβαρό τρόπο πώς θα γίνει αυτό.

Είτε ο Τσίπρας δεν ξέρει ότι όλα αυτά δεν γίνονται –οπότε είναι αφελής. Είτε το ξέρει –άρα είναι αντάξιος συνεχιστής του λαϊκισμού, στον οποίο διακρίθηκε ο δικομματισμός τα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Είτε δεν περιμένει να κυβερνήσει άμεσα –οπότε είναι πονηρός τακτικιστής. Σύμφωνοι λοιπόν –ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κάνει ό,τι έκαναν όλοι οι προηγούμενοι. Απλώς το κάνει προτού κλείσει τα σαράντα και χωρίς να φοράει γραβάτα. Το κάνει επίσης σε μια εποχή που ο λαϊκισμός είναι επιλογή πολύ υψηλού ρίσκου. Οχι μόνο γιατί μετά θα πρέπει να φας αυτά που υποσχέθηκες –και πώς θα τα καταπιείς; Αλλά και γιατί δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορείς να πείσεις τους πολίτες που είναι πια περισσότερο φοβισμένοι και λιγότερο οργισμένοι.

Η λεπτομέρεια έχει σημασία: ο ΣΥΡΙΖΑ εξέφρασε επιτυχώς την οργή και τη διαμαρτυρία ενός ετερόκλητου μέρους της ελληνικής κοινωνίας το 2012. Εκτοτε δεν έχει σημειώσει ιδιαίτερη πρόοδο, ούτε πολιτικά ούτε δημοσκοπικά. Αυτό δεν εμπόδισε τον Τσίπρα να ζει τον μύθο του ως Μεσσίας μιας νεο-Αριστεράς που βαδίζει προς τον πολιτικό θρίαμβο. Αυτή όμως η λογική τού ραντεβού με την Ιστορία, αυτή η προεξόφληση της εκλογικής επικράτησης, εκφράζει ένα προσωπικό πείσμα. Τους τελευταίους 14 μήνες δεν κερδίζει έδαφος ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η Χρυσή Αυγή ως πολύ πιο λούμπεν και ακραία μισαλλόδοξος εκφραστής της οργής και του μίσους. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ είναι περίπου στα ίδια. Αν όμως αναλογιστεί κανείς την αιμορραγία προς την άκρα Δεξιά είναι το κόμμα του Σαμαρά που εμφανίζεται στη φάση αυτή κερδισμένο, αν μη τι άλλο γιατί μένει σταθερό και δεν πέφτει.

Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κολλήσει. Αυτό υποδηλώνει το αβαντάρισμα της απεργίας των εκπαιδευτικών –που είναι όμως εις βάρος της μη προνομιούχου ελληνικής οικογένειας που έχει τα παιδιά της στο δημόσιο σχολείο. Μπορεί διάφοροι μεγαλοπασόκοι να κάνουν δημόσια άνοιγμα στον ΣΥΡΙΖΑ –«μπας και πάρουν καμιά θέση διοικητή οργανισμού» λένε οι κακές γλώσσες. Μπορεί οι κατ’ επάγγελμα κρατικοδίαιτοι –τα δημοσιογραφικά φλερτ του Τσίπρα είναι χαρακτηριστικά –να έχουν προσκολληθεί στην Κουμουνδούρου. Αυτές όμως είναι οι χειρότερες παθολογίες της εξουσίας στην Ελλάδα που ψάχνουν να βρουν πού θα φωλιάσουν κάθε φορά. Τίποτε από αυτά δεν είναι καλός οιωνός. Οπως και τίποτε από αυτά που ειπώθηκαν χθες στη Θεσσαλονίκη δεν θα έχει αποφασιστικό αντίκτυπο στο πολιτικό ισοζύγιο έτσι όπως διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή.