Οπως όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν κάποτε στη Ρώμη, στις 3 Σεπτεμβρίου 2013 θα οδηγούν στην οδό Πειραιώς –όλοι οι δρόμοι του ΠΑΣΟΚ τουλάχιστον. Στο Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού θα ανοίξουν οι εκδηλώσεις για τα 39 χρόνια από την ίδρυσή του. Ουδέν το πρωτότυπο: κάθε χρόνο τα κόμματα υπενθυμίζουν την ίδρυσή τους. Αυτό όμως που κάνει το ΠΑΣΟΚ να ξεχωρίζει εφέτος είναι ότι οδηγούν εκεί όλοι οι δρόμοι που έδειχναν απολύτως παράλληλοι έως τώρα. Δηλαδή, οι δρόμοι του Βαγγέλη Βενιζέλου, του Γιώργου Παπανδρέου και του Κώστα Σημίτη. Eκτός προόπτου θα ανεβούν στο βήμα και οι τρεις σε επίδειξη ενότητας. Είναι μια πρωτοβουλία του σημερινού προέδρου του ΠΑΣΟΚ για την επανασυσπείρωση των κομματικών δυνάμεων που σκόρπισαν στα τέσσερα σημεία του πολιτικού ορίζοντα τα τελευταία χρόνια. Από μόνη της, η παρουσία των τριών εν ζωή ηγετών του κόμματος που όρισε τον χαρακτήρα της Μεταπολίτευσης και τώρα βρίσκεται σε περιδίνηση, έχει τη σημασία της –επικοινωνιακά τουλάχιστον. Διότι, αν οι τρεις άνδρες έχουν ως κοινό παρονομαστή τη θητεία τους στην κομματική κορυφή σε όλα τα υπόλοιπα διαφέρουν. Τρεις ξένοι στην ίδια πόλη.

Η διαδρομή τους, η κουλτούρα τους, η σχέση τους με το ΠΑΣΟΚ αυτή καθεαυτή, απέχουν χαρακτηριστικά μεταξύ τους. Δεν είναι απλώς ξεχωριστές προσωπικότητες, είναι άλλου είδους πολιτικές οντότητες με διαφορετικό στίγμα στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία. Από πού ξεκίνησαν αυτοί οι τρεις πολιτικοί για να φτάσουν στο ίδιο πάνελ 39 χρόνια μετά την ίδρυση του ΠΑΣΟΚ; Και πόσο εύκολο είναι να διαρκέσει αυτή η σύγκλιση;

Σημίτης ο συνιδρυτής

Ασφαλώς το ιμπέριουμ ανάμεσα στους τρεις ανήκει στον Κώστα Σημίτη, o οποίος άλλωστε ήταν παρών στην Ιδρυτική Πράξη και έλαβε μέρος στη σύνταξη της ιστορικής Διακήρυξης. Στις λιγοστές φωτογραφίες που απεικονίζουν τη στιγμή, βρίσκεται στην πρώτη σειρά, δίπλα στον Ανδρέα Παπανδρέου, να επιδεικνύει τις έξι όλες κι όλες σελίδες της Διακήρυξης με κοστούμι και γραβάτα, μαζί με την Αμαλία Φλέμινγκ, τη Σύλβα Ακρίτα, τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο και άλλους επώνυμους, που δεν ήταν και πολλοί εκείνοι την ημέρα. Οι ιδρυτές δεν ήταν πάνω από 200 άτομα και από αυτούς οι περισσότεροι ήταν φοιτητές και μέλη του ΠΑΚ που είχαν έλθει για να συνεχίσουν τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.

Παρακολούθησε ολόκληρη την κομματική διαδρομή και τις αναταράξεις της, κάποιες από τις οποίες προκάλεσε ή υπέστη ο ίδιος. Υπήρξε πρωθυπουργός για οκτώ χρόνια –και προηγουμένως υπουργός σε κρίσιμους τομείς με θητεία ενίοτε επεισοδιακή –και για άλλα τόσα κράτησε τα ηνία του κόμματος. Από αυτή την άποψη, ο Σημίτης είναι το αμέσως μετά τον Ανδρέα Παπανδρέου μέγεθος στην ιστορική διαδρομή του ΠΑΣΟΚ.

Ιδρυτής του Ομίλου Παπαναστασίου προδικτατορικά –εντάχθηκε στο ΠΑΚ το 1968, αλλά στο μεταδικτατορικό σκηνικό υπήρξε εξ αρχής εκπρόσωπος του ευρωπαϊκού οράματος. Μέλος του Εκτελεστικού Γραφείου από την πρώτη σύνθεσή του, δεν αναμείχθηκε στις εκκαθαρίσεις μέχρι το 1977, ή αναμείχθηκε στο πλευρό του Ανδρέα Παπανδρέου για να γίνει τελικά ο εσωτερικός αντι-Ανδρέας.

Η πρώτη σύγκρουσή τους έγινε το 1979 όταν διαφώνησε με την έκδοση αφίσας κατά της ΕΟΚ, παραιτήθηκε και έφυγε στη Γερμανία. Το 1981 επέστρεψε για να πολιτευτεί, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου τον άφησε εκτός ψηφοδελτίου. Τελικά τον επιστράτευσε στο υπουργείο Γεωργίας. Οπως το 1985 τον επιστράτευσε στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, από όπου παραιτήθηκε επεισοδιακά το 1987 και έγινε επισήμως ο άλλος εσωκομματικός πόλος.

Παρακολούθησε με αποστάσεις τα γεγονότα του 1989, μπήκε στη νέα κυβέρνηση Παπανδρέου το 1993, αλλά δεν άργησε να στραφεί ευθέως εναντίον του ηγούμενος της «κίνησης των τεσσάρων» μαζί με τη Βάσω Παπανδρέου, τον Θόδωρο Πάγκαλο και τον Παρασκευά Αυγερινό. Αυτό τον οδήγησε στην πρωθυπουργία τον Ιανουάριο του 1996 με τον Ανδρέα Παπανδρέου εν ζωή: νίκησε τον Γεράσιμο Αρσένη και τον Ακη Τσοχατζόπουλο τον οποίο νίκησε πάλι τον Ιούνιο στην αναμέτρηση για την ηγεσία του κόμματος μετά τον θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου.

Θεωρήθηκε προσωπικό του επίτευγμα ότι ανέστρεψε το κλίμα παρακμής που επικρατούσε στο ΠΑΣΟΚ και επικράτησε δύο φορές στις εκλογές, κερδίζοντας και το μεγάλο στοίχημα –ίσως και το μοναδικό –της θητείας του: την είσοδο της χώρας στην ΟΝΕ.

Η συνέχεια όμως υπήρξε απογοητευτική και κατέληξε να παραδώσει τα κλειδιά του ΠΑΣΟΚ στον Γιώργο Παπανδρέου στο διαμέρισμα του στο Κολωνάκι, ώστε να δώσει αυτός τη –χαμένη –μάχη των εκλογών του 2004. Πολύ σύντομα οι σχέσεις τους επιδεινώθηκαν και ο διάδοχός του τον διέγραψε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα, δι’ ασήμαντον αφορμήν, το 2008 και τελικά τον άφησε εκτός ενεργού πολιτικής αφού δεν τον συμπεριέλαβε στα ψηφοδέλτια το 2009. Στα 77 του χρόνια σήμερα παρακολουθεί από απόσταση τα πράγματα και παρεμβαίνει με άρθρα του, στα οποία είναι εμφανείς οι διαφωνίες του για τους πολιτικούς χειρισμούς των επιγόνων του. Στο τελευταίο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ απουσίασε, αλλά η παρουσία του στη φετινή επέτειο υποδηλώνει την επιμονή του σε αυτό που είπε το 1995 κατά πρόσωπο στον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Είμαι συνιδρυτής του ΠΑΣΟΚ».

Παπανδρέου

ο κληρονόμος

Ο Γιώργος Παπανδρέου ανέβηκε την ηγετική κλίμακα μέχρι την κορυφή ασκώντας κατά κάποιο τρόπο κληρονομικό δικαίωμα. Συνόδευε τον πατέρα του όταν επέστρεψε στην Αθήνα τον Αύγουστο του 2004, αλλά για πολλά χρόνια έμεινε στη σκιά του. Εμφανίστηκε στο προσκήνιο ως δελφίνος στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όταν ανέλαβε υφυπουργός Νέας Γενιάς. Συνεχίζοντας στο υπουργείο Παιδείας έδωσε το στίγμα του ως ενδεχόμενος διάδοχος, αλλά δεν θεωρήθηκε υπολογίσιμος αντίπαλος από τους άλλους υποψήφιους διαδόχους, οι οποίοι μιλούσαν πάντα γι’ αυτόν με το υποκοριστικό «Γιωργάκης». Ωστόσο το προφίλ του καινοτόμου που καλλιέργησε και ο προσανατολισμός του στον διεθνή χώρο έμελλε να αποδώσουν.

Η στρατηγική κίνηση από την πλευρά του έγινε το 1996 όταν υποστήριξε τον Κώστα Σημίτη για διάδοχο του πατέρα του, με μια ομάδα βουλευτών που τον ακολουθούσαν. Ως αντάλλαγμα πήρε το υπουργείο Εξωτερικών όπως επιδίωκε πάντα, αλλά επί Ανδρέα Παπανδρέου είχε μείνει υφυπουργός Απόδημου Ελληνισμού. Ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματίας έκανε ανοίγματα στην Τουρκία, άλλαξε εν γένει το ύφος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής και οι μετοχές του ανέβηκαν.

Η πρώτη θέση στις δημοσκοπήσεις υπήρξε, κατά την ομολογία του ίδιου του Κώστα Σημίτη, ο λόγος για τον οποίο του έδωσε χωρίς κομματικές διαδικασίες τη σκυτάλη του κόμματος το 2004.

Η ανάληψη της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ έγινε με «προσφυγή στη βάση» χωρίς αντίπαλο και με το σύνθημα: «Αλλαξέ τα όλα», αλλά τα επόμενα πέντε χρόνια έχανε όλες τις εκλογές. Κατάφερε όμως μετά την ήττα του 2007 να ανατρέψει τα προγνωστικά και να νικήσει στις εσωκομματικές αρχαιρεσίες τον Βαγγέλη Βενιζέλο ώστε να γίνει πρωθυπουργός στα 57 χρόνια του το 2009, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πλέον –την οποία μάλλον υποτίμησε αναλισκόμενος σε προεκλογικές υποσχέσεις, τις οποίες οι αντίπαλοί του κωδικοποίησαν στη φράση του: «Λεφτά υπάρχουν».

Από εκεί και πέρα, οι εκτιμήσεις για τον Γ. Παπανδρέου διχάζονται. Ο ίδιος και μερίδα οπαδών του πιστεύουν ότι έσωσε την πατρίδα με την προσφυγή στο ΔΝΤ. Αλλοι όμως του προσάπτουν ότι ολιγώρησε και τελικά οδήγησε τη χώρα σε ασφυκτικό οικονομικό έλεγχο, που επιδείνωσε την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, η πτώση του άρχισε από εκεί που θεωρούσε το δυνατό σημείο του: τις σχέσεις του με τους ξένους. Η αδυναμία του να εφαρμόσει το πρόγραμμα που ο ίδιος απεδέχθη με το Μνημόνιο τον εξέθεσε, ενώ στο εσωτερικό η κυβέρνηση «των κηπουρών» όπως χαρακτηρίστηκαν οι φίλοι του που ανέλαβαν χαρτοφυλάκια, δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί, πλην εξαιρέσεων, όπως ο Γιάννης Ραγκούσης.

Τελικά ύστερα από αλλεπάλληλες αναθεωρήσεις του Μνημονίου, τον Νοέμβριο του 2011 υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, μόλις 25 μήνες από την ανάληψή της. Η ιδέα του να θέσει σε δημοψήφισμα μια απόφαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης τον έφερε σε άμεση και σκληρή σύγκρουση με τον Νικολά Σαρκοζί και την Ανγκελα Μέρκελ, ενώ στο εσωτερικό οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ άρχισαν να ανεξαρτητοποιούνται ή να εγκαταλείπουν τη Βουλή. Τελικά αναγκάστηκε να δώσει και την κομματική σκυτάλη στον Βαγγέλη Βενιζέλο, που χρεώθηκε τα απογοητευτικά αποτελέσματα των εκλογών του 2012.

Εκτοτε ο Γ. Παπανδρέου προσπαθεί να κινηθεί στον διεθνή χώρο, στηριζόμενος κυρίως στην ιδιότητα του προέδρου της Σοσιαλιστικής Ομάδας την οποία διατηρεί πάντοτε και συνεργαζόμενος με φορείς που διοργανώνουν διαλέξεις ανά τον κόσμο.

Ωστόσο η δυσκολία του να κινηθεί στο εσωτερικό τον απομακρύνει όλο και περισσότερο από την πολιτική σκηνή, παρότι πολλοί εντυπωσιάστηκαν από την ενθουσιώδη υποδοχή που είχε στο τελευταίο Συνέδριο του κόμματος. Με τον Κώστα Σημίτη τον χωρίζει από το 2005 βάθος αμέτρητο, αλλά με τον Βαγγέλη Βενιζέλο είχε βρει σημείο ισορροπίας. Χάθηκε όμως όταν ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ διέταξε διαχειριστικό έλεγχο στα οικονομικά του κόμματος. Η παρουσία του στις επετειακές εκδηλώσεις πάντως αναμένεται με ενδιαφέρον, κυρίως για το είδος των αντιδράσεων που θα προκαλέσει.

Βενιζέλος ο επίμονος

Ο Βαγγέλης Βενιζέλος δεν είναι απλώς ο νεότερος από τους τρεις καθώς είναι μόλις 56 ετών, αλλά είναι και σχετικά νέος στο ΠΑΣΟΚ. Στις ριζοσπαστικές συνθήκες της Μεταπολίτευσης κινήθηκε ανάμεσα σε κεντρώα σχήματα φοιτητικών παρατάξεων και έφτασε μέχρι τη Συμμαχία το 1977, για να ακολουθήσει στη συνέχεια την ακαδημαϊκή καριέρα του. Με το ΠΑΣΟΚ ενεπλάκη αρχικά το 1987 όταν προσέφερε τις επιστημονικές γνώσεις του στον εκλογικό νόμο που κατήρτιζε τότε η κυβέρνηση με αρμόδιο υπουργό τον Ακη Τσοχατζόπουλο, αλλά δημοσίως εμφανίστηκε το 1989 υπερασπιζόμενος τον Ανδρέα Παπανδρέου με τις νομικές γνώσεις του ως καθηγητή πανεπιστημίου πλέον.

Το 1993 θα είναι από τους στενότερους συνεργάτες του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, θα γίνει εκπρόσωπός του και θα διαχειριστεί κρίσιμα θέματα της εποχής, αλλά «μεγάλο» υπουργείο δεν θα πάρει ποτέ. Οπως δεν πήρε και επί των ημερών του Κώστα Σημίτη, ίσως γιατί στη διαμάχη του με τον Τσοχατζόπουλο το 1996 δεν πήγε με το μέρος του. Χαρισματικός και με βασικό προσόν τη ρητορική του δεινότητα, θεωρήθηκε ο αδιαμφισβήτητος διάδοχος του Σημίτη. Αλλά ο τρόπος για την αλλαγή της ηγεσίας το 2004 τον αιφνιδίασε και τον υποχρέωσε να μεταφέρει τις ηγετικές φιλοδοξίες του για αργότερα, θεωρώντας φυσικό φαινόμενο την επικράτησή του απέναντι στον Γ. Παπανδρέου.

Η εσωκομματική ήττα του 2007 τον απογοήτευσε, ταλαντεύτηκε στην ιδέα να αποχωρήσει με μια ομάδα βουλευτών, αλλά τελικά τον κέρδισε η κομματική νομιμότητα. Η σχέση του με τον πρώην αντίπαλό του εξομαλύνθηκε. Ετσι το 2011, ως αντιπρόεδρος της κυβέρνησής του και υπουργός Οικονομικών, μετακινήθηκε στο κέντρο των εξελίξεων και χειρίστηκε το δεύτερο Μνημόνιο.

Τον Μάρτιο του 2013 αναδείχθηκε πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με τη διαδικασία που καθιέρωσε ο Α. Παπανδρέου και χωρίς αντίπαλο, αλλά οι εκλογές που ακολούθησαν του αφαίρεσαν κάθε ευχέρεια να κινηθεί στην πολιτική σκηνή με τους δικούς του όρους. Για πολλούς υπήρξε άτυχος αφού όταν ανέλαβε το ΠΑΣΟΚ όλα είχαν κριθεί. Σήμερα, για τρίτη φορά αντιπρόεδρος και με το… ανώδυνο χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εξωτερικών, σε αντίθεση με το υπουργείο Οικονομικών που είχε στις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Παπαδήμου, επιχειρεί να αναμορφώσει το προφίλ του.

Οι σχέσεις του με τους προκατόχους του στο ΠΑΣΟΚ δεν υπήρξαν ποτέ θερμές, ενώ πολλά στελέχη του Κινήματος είτε απομακρύνθηκαν από τον ίδιο είτε αποχώρησαν. Η προσπάθεια που κάνει με τις φετινές εκδηλώσεις της 3ης Σεπτέμβρη, εκτός από την αποκατάσταση των σχέσεών του με το «ιστορικό ΠΑΣΟΚ», αποσκοπεί και στην ανανέωση της απόπειράς του να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ κεντρικό φορέα της μελλοντικής Κεντροαριστεράς στην ελληνική πολιτική σκηνή.