Οι άνθρωποι είναι οι απώλειές τους σε πρόσωπα και αντικείμενα με τα οποία είχαν δεθεί στη ζωή τους –πρόσωπα που μπορεί να μην ανήκουν καν στον κύκλο των συναναστροφών τους, να επηρέαζαν τις ζωές τους από μακριά, είδωλα των αναγνωσμάτων τους, του δημόσιου ρόλου τους, του παραδείγματος της ζωής τους. Την εβδομάδα που πέρασε, άνθρωποι της γενιάς μου με περίπου ανάλογη αντίληψη των πραγμάτων καταγράψαμε τρεις τέτοιες απώλειες.

Απώλεια πρώτη, ο καθηγητής της Οικολογίας και ταυτόχρονα μαχητικός δημοσιογράφος Νίκος Μάργαρης. Παλαιός γνωστός στο περιοδικό «Αντί», τον ξανασυνάντησα στο «Βήμα» και στα «ΝΕΑ». Μαχητικά στοχαστικός, γοήτευε πολύ συχνά ακριβώς επειδή εξέθετε απλά τις διαφορές που είχαν οι προσεγγίσεις του από τους συνήθεις οικολόγους του ακτιβισμού. Στις οιμωγές για τις φωτιές στα δάση, π.χ., αντέτασσε ότι σε περιβάλλοντα όπως αυτό της Μεσογείου οι πυρκαγιές είναι κυρίως φυσικά φαινόμενα, ομαλά ενταγμένα στα οικοσυστήματα. Αποσυνέδεε τις καταστροφές από την ίδια τη φωτιά και συνήθιζε να προσγειώνει όσους έψαχναν θεωρίες συνωμοσίας, ξένους πράκτορες εμπρηστές δηλαδή, για να δικαιολογήσουν την ολιγωρία της πολιτείας και την αναισθησία μεγάλου μέρους της κοινωνίας. «Εμπρηστές στην Ελλάδα είναι η ΔΕΗ, οι ανεξέλεγκτες χωματερές και όσοι έχουν κοπάδια», έλεγε, βυθιζόμενος στις παθογένειες της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Ηταν σε συνεχή διαμάχη με τους επαγγελματίες της οικολογίας, που τους αποκαλούσε «οικοχόνδριους». Υπέρ της τσιπούρας ιχθυοτροφείων, υπέρ της εκτροπής του Αχελώου, υπέρ των οικοσυστημάτων που στην Ελλάδα εντάχθηκαν με τεχνητές παρεμβάσεις, εναντίον της λόξας με τα οικολογικά προϊόντα, υπέρ των μεταλλαγμένων αν πρόκειται να λύσουν προβλήματα («μήπως τα μέρλιν πορτοκάλια, φρούτα χωρίς κουκούτσια δηλαδή, δεν είναι προϊόντα μετάλλαξης;», έλεγε), ο Νίκος Μάργαρης ήταν ένας άνθρωπος που πάλευε με τα όπλα της επιστήμης εναντίον των ιδεοληψιών και των μύθων.

Η δεύτερη απώλεια, η δημοσιογράφος στο παραδίπλα γραφείο στα «ΝΕΑ», η Ελενα Χατζηιωάννου, ήταν απολύτως αφιερωμένη στο αντικείμενο της εξειδίκευσής της, το θέατρο. Διέθετε γνώση, ευθυκρισία, την απόσταση που οφείλει να κρατά ένας δημοσιογράφος, ανεξαρτησία –και τη βαθιά επίγνωση ότι δουλειά της δεν είναι να παραγοντίζει, αλλά να ενημερώνει όσο το δυνατόν πιο καλά: ενημερώνοντας κινούμενη από βαθιά γνώση και υψηλά κριτήρια ήξερε ότι διαμορφώνει κοινό γούστο. Και παραμέριζε η ίδια για να αναδειχθεί η είδηση.

Η τρίτη απώλεια της εβδομάδας ήταν υλική, τα ελληνικά περιοδικά Ντίσνεϊ που ανακοινώθηκε ότι κλείνουν. Ηταν προϊόντα ιδιαίτερα φροντισμένα, που δεν αντιμετώπιζαν τους αναγνώστες σαν ανώριμα παιδιά, καταναλωτές επιδερμικών ιστοριών, αλλά μεθοδικά συνέβαλλαν στη γνωστική και στην αισθητική ωρίμασή τους. Χωρίς τον Σκρουτζ του Μπαρκς και του Ρόσα νιώθει κανείς εξίσου τεθλιμμένος.