«Μερικές φορές, η αποχή από τη δράση είναι η καλύτερη πολιτική επιλογή. Αυτή η αρχή μπορεί να εφαρμοστεί στη Συρία όσο κι αν φαίνεται απογοητευτική μια τέτοια θέση σε αυτές τις συνθήκες». Η άποψη αυτή ανήκει στον Τσαρλ Κάπτσαν, καθηγητή Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν και αναλυτή στο Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων.

Η εκτίμηση που διατυπώνει στην εφημερίδα «Λα Ρεπούμπλικα» είναι ότι οι πιθανότητες μιας αμερικανικής επέμβασης στη Συρία είναι μισές μισές. Τι είδους επέμβαση όμως μπορεί να είναι αυτή; Σύμφωνα με τον αμερικανό καθηγητή, η Ουάσιγκτον και οι σύμμαχοί της έχουν δύο επιλογές. Η πρώτη είναι «ελαφρά» αντίποινα εις βάρος στόχων που συνδέονται με την εκτόξευση των χημικών. Τέτοιοι στόχοι θα μπορούσαν να είναι πυραυλικές συστοιχίες και στρατιωτικές μονάδες χωρίς, όμως, να πληγούν οι αποθήκες των χημικών. Η δεύτερη επιλογή είναι μια επέμβαση τύπου Κοσόβου. Αλλά η προοπτική αυτή δεν πείθει τον καθηγητή. «Από διπλωματικής άποψης, φαίνεται μια καλή εναλλακτική λύση αφού επιτρέπει την παράκαμψη του ΟΗΕ και του ρωσικού βέτο. Επιχειρησιακά, θα επέτρεπε την επίθεση σε ολόκληρη τη στρατιωτική υποδομή του καθεστώτος, στη διοικητική αλυσίδα, στην αεροπορία, στα αεροδρόμια. Το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα ήταν η κατάρρευση του καθεστώτος», επισημαίνει ο Κάπτσαν. Οπως προσθέτει, όμως, «οι κίνδυνοι μιας τέτοιας επιχείρησης είναι μεγάλοι. Και στο συριακό έδαφος δεν θα λειτουργούσε. Αντίθετα με το Κόσοβο, το Αφγανιστάν ή και τη Λιβύη όπου το ΝΑΤΟ μπορούσε να συνεργαστεί με μια τοπική δύναμη, στη Συρία δεν υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Η αντιπολίτευση είναι κατακερματισμένη. Ακόμη χειρότερα. Εάν πέσει ο Ασαντ κανένας δεν ξέρει ποιος θα τον αντικαταστήσει».