Το 1943 σε μια περιοχή έξω από την αυστριακή πόλη Λιντζ, οι Ναζί έχουν συγκεντρώσει 10.000 έργα τέχνης τα οποία άρπαξαν από μουσεία της Ευρώπης και από εβραίους συλλέκτες, υπακούοντας στις διαταγές του Αδόλφου Χίτλερ. Ο μεγαλομανής Φίρερ σκόπευε να δημιουργήσει ένα μουσείο για να κάνει την αυστριακή πόλη πολιτιστική πρωτεύουσα. Ομως ο αμερικανός Πρόεδρος Ρούσβελτ ενημερώνει τον στρατηγό Αϊζενχάουερ και του αναθέτει την ανάκτηση των αριστουργημάτων ώστε να επιστραφούν εκεί όπου ανήκουν.

Η επίλεκτη ομάδα αποτελείται από μουσειολόγους, ιστορικούς τέχνης, διευθυντές μουσείων και όχι έμπειρους πολεμιστές. Αποβιβάζονται στη Νορμανδία το 1944 ξεκινώντας την αποστολή τους. Είναι η ιστορία που περιγράφει ο Ρόμπερτ Εντσελ στο βιβλίο του «Οι άνδρες των μνημείων» και στο οποίο βασίστηκε ο Τζορτζ Κλούνι για να σκηνοθετήσει την πέμπτη του ταινία, το «Monuments Men».

«Η ιστορία αυτών των ανθρώπων είναι εκπληκτική. Κανείς δεν ήθελε να τους βοηθήσει», λέει ο Κλούνι.    

«Με ενδιέφεραν πάντα οι μεγάλες παραγωγές. Ηθελα εδώ και καιρό να κάνω μια ταινία εποχής Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανάλογη με αυτές που αγαπώ: «Το τρένο» του Τζον Φρανκενχάιμερ, «Η μεγάλη απόδραση» του Τζον Στάρτζες, «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι» του Ρίτσαρντ Ατένμπορο. Και για το κάστινγκ χρειαζόμασταν μια ομάδα ηθοποιών που δένουν μεταξύ τους, είναι ευχάριστοι και όχι δύστροποι», εξηγεί για την επιλογή των Ματ Ντέιμον, Τζον Γκούντμαν, Μπιλ Μάρεϊ, Μπομπ Μπάλαμπαν, Χιου Μπόνβιλ. Σε αυτήν την ανδρική ιστορία υπάρχει και το όνομα μιας γυναίκας που υποδύεται η Κέιτ Μπλάνσετ: είναι η γαλλίδα αντιστασιακή και υπεύθυνη του παρισινού μουσείου Ζε ντε Πομ, η Ροζ Βαλάντ, η οποία πρόλαβε και κατέγραψε τα κλεμμένα έργα.