Οι δολοφονίες μεταναστών, ενός Ελληνα και οκτώ Τούρκων, από τον νεοναζιστικό πυρήνα NSU είναι μοναδική περίπτωση ρατσιστικής βίας στη Γερμανία. Για μία επταετία, από το 2000 έως το 2007, οι δολοφόνοι Μούντλος, Μπένχαρντ και Τσέπε έσπειραν τον θάνατο, από το Αμβούργο και το Ρόστοκ έως τη Νυρεμβέργη και το Μόναχο, σχεδόν ανενόχλητοι, αφού η Αστυνομία έψαχνε μόνο για ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Οι δύο (Μούντλος, Μπένχαρντ) κατέληξαν νεκροί για να αποφύγουν τη σύλληψή τους, η τρίτη (Μπεάτε Τσέπε) δικάζεται στο Μόναχο μαζί με τέσσερις συνεργούς της –δίκη που θα συνεχιστεί και το 2014.

Μοναδικό στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας είναι και το πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής της γερμανικής Βουλής για τις νεοναζιστικές δολοφονίες, το πρώτο πόρισμα με συναίνεση όλων των κομμάτων. Παρουσιάστηκε χθες στο Βερολίνο και στις 2 Σεπτεμβρίου θα συζητηθεί στην Μπούντεσταγκ. Στις 1.357 σελίδες του αποτυπώνεται η «ιστορική, άνευ προηγουμένου αποτυχία» των διωκτικών Αρχών και των υπηρεσιών ασφαλείας να σταματήσουν τη δολοφονική δράση των νεοναζί.

Σύμφωνα με τον Σοσιαλδημοκράτη πρόεδρο της εξεταστικής επιτροπής Σεμπάστιαν Εντάτι, δύο είναι τα συμπεράσματα: πρώτον, «οι έρευνες των Αρχών σε περιπτώσεις εγκλήματος δεν πρέπει να εξαρτώνται από το χρώμα του δέρματος που έχει το θύμα»· δεύτερον, «το κράτος δικαίου έχει ατέλειες, αλλά είναι αρκετά σταθερό ώστε να εντοπίζει τα λάθη και είναι πρόθυμο να τα διορθώνει». Οι πολιτικές ευθύνες που διαπιστώνει η έκθεση είναι τεράστιες. Οπως είπε ο βουλευτής των Πρασίνων στην επιτροπή Βόλφγκανγκ Βίλαντ, οι αρμόδιοι υπουργοί Εσωτερικών στην κεντρική κυβέρνηση και στα τοπικά κρατίδια, από τον Σοσιαλδημοκράτη Οτο Σίλι έως τον Χριστιανοδημοκράτη Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, είτε αδρανούσαν είτε έκαναν λάθος εκτιμήσεις για τα κίνητρα των δραστών.