Γιος του ιδρυτή της Pleiade, ο εκδότης του Pantheon Books και του πιο πρόσφατου New Press στηλιτεύει τη φούσκα των εκδόσεων και τη δήθεν κατάργηση των μεσαζόντων που ευαγγελίζεται η Google

Την ημέρα που γράφω αυτές τις γραμμές, οι λέξεις μού προκαλούν αμηχανία. Σ’ αυτήν τη χώρα όπου οι εξελίξεις τρέχουν πιο γρήγορα από τα σενάρια επιστημονικής φαντασίας, οι λέξεις γράφονται τη μια ημέρα και την επομένη φαντάζουν ήδη παλιές. Η πραγματικότητα τις καταπίνει. Τις κάνει να φαίνονται λίγες κι ανίσχυρες. Ολο και λιγότερο μπορούν να επιτελέσουν το έργο τους, που είναι η περιγραφή, η διαχείριση και η ερμηνεία της πραγματικότητας.

Διαβάζοντας το βιβλίο του Αντρέ Σιφρίν «Οι λέξεις και το χρήμα» από τις εκδόσεις Αιώρα, σκέφτηκα όχι μόνο πόσο ωφέλιμο αλλά και πόσο απαραίτητο είναι να έχουμε επίγνωση του τι συμβαίνει σήμερα σε σχέση με τις λέξεις και το χρήμα στον κόσμο που μας περιβάλλει. Γιατί αυτά που ίσως ακούγονται μακρινά σήμερα θα είναι η μπετοναρισμένη –και συνεπώς άθραυστη –πραγματικότητα αύριο.

Εμβληματική προσωπικότητα του εκδοτικού χώρου, με πατέρα του τον Ζακ Σιφρίν, ιδρυτή του εκδοτικού οίκου La Pleiade και εν συνεχεία του Pantheon Books στη Νέα Υόρκη, όπου αναγκάστηκε να μεταναστεύσει η οικογένειά του κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου λόγω της ρωσοεβραϊκής τους καταγωγής, ο Σιφρίν διηύθυνε για 28 συναπτά έτη (1962-1990) τον έγκυρο οίκο Pantheon Books. Εξέδωσε συγγραφείς που άλλαξαν την όραση του κόσμου (Σαρτρ, Φουκό, Πάστερνακ). Το 1990 ήρθε σε ρήξη με τους ιδιοκτήτες του ομίλου Random House, οι οποίοι είχαν στο μεταξύ εξαγοράσει τον Pantheon Books, γιατί ζητούσαν τη μεγιστοποίηση του κέρδους εις βάρος της ποιότητας των εκδόσεων. Προχώρησε στην ίδρυση του New Press, ενός ανεξάρτητου μη κερδοσκοπικού οίκου, ο οποίος εκδίδει συγγραφείς όπως ο Νόαμ Τσόμσκι και ο Ερικ Χομπσμπάουμ. Ο Σιφρίν ζει μεταξύ Παρισιού και Νέας Υόρκης, πράγμα που σημαίνει ότι παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς τα τεκταινόμενα σε Ευρώπη και Αμερική.

Η έγνοια για τις εκδόσεις και τον πολιτισμό ίσως φαντάζει σε κάποιους πολυτελής σήμερα. Δεν είναι. Ο πολιτισμός που παράγει σκέψη, ο πολιτισμός που τοποθετείται απέναντι στα πράγματα με λέξεις, ο πολιτισμός που δεν ακκίζεται αλλά παρεμβαίνει, είναι ένας πολιτισμός που μας χρειάζεται. Οπως σημειώνει ο ίδιος ο Σιφρίν στον πρόλογο της νέας έκδοσης του βιβλίου του «Εκδόσεις χωρίς εκδότες»: «Σ’ αυτή τη δύσκολη οικονομική συγκυρία που αντιμετωπίζει η Ελλάδα σήμερα, η ανεξαρτησία του Τύπου και η πολυφωνία στον εκδοτικό χώρο είναι σημαντικά για να διατηρηθεί ο δημόσιος διάλογος, που είναι ζωτικής σημασίας για κάθε χώρα σε καιρό κρίσης».

Ετσι λοιπόν, με πολύ επίκαιρο τρόπο για τη χώρα μας αλλά και για το σύνολο του δυτικού κόσμου, όπως μας διαβεβαιώνει ο Σιφρίν, περάσαμε από τις «Λέξεις και τα πράγματα», το εμβληματικό βιβλίο του Φουκό, στις «Λέξεις και το χρήμα». Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Αν υποθέσουμε ότι μέχρι σήμερα ο χώρος των εκδόσεων λειτουργούσε, πάνω-κάτω, με τον τρόπο που λειτουργούσε δύο αιώνες πριν, τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν πλέον ριζικά. Οι άνθρωποι που βγάζουνε λεφτά από τις εκδόσεις στους μεγάλους ομίλους του εξωτερικού (προσέξτε τη διαφορά: μιλούμε για ομίλους και όχι για εκδοτικούς οίκους) δεν κερδίζουν το παντεσπάνι τους από την πώληση αξιόλογων –ή έστω κερδοφόρων –βιβλίων, αλλά από την πώληση και τη μεταπώληση εκδοτικών επιχειρήσεων. Ετσι λειτουργεί ο καπιταλισμός. «Η σημερινή οικονομική κρίση», σχολιάζει ο Σιφρίν, «απέδειξε ότι τα πραγματικά μεγάλα κέρδη δεν προέρχονταν από την άχαρη ενασχόληση με την παραγωγή και στη συνέχεια την πώληση πραγματικών αγαθών. Οι τράπεζες μεταξύ άλλων είχαν ρισκάρει τα χρήματα των επενδυτών, δημιουργώντας πολύτιμα χρηματοπιστωτικά προϊόντα που θα μπορούσαν στη συνέχεια να πουλήσουν σε ανυποψίαστους αγοραστές».

Με τον ίδιο τρόπο που οι εκδόσεις πέρασαν στα χέρια μεγάλων ομίλων, τα βιβλιοπωλεία πέρασαν στη διαχείριση αλυσίδων: δεν στοκάρουν πια, παραγγέλνουν σχεδόν αποκλειστικά βιβλία με εξασφαλισμένες πωλήσεις. Τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, τα βιβλιοπωλεία στα οποία μπορούν να βασιστούν οι εκδότες για τη διάθεση λιγότερο ευπώλητων τίτλων, εξαφανίζονται σιγά σιγά.

Το ερώτημα που τίθεται λοιπόν είναι το εξής: ο κανιβαλικός τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η αγορά μπορεί να μας έχει διδάξει πολλά, σίγουρα όμως όχι το πώς να συντηρήσουμε την ποικιλομορφία και την ανεξαρτησία που κρίνονται απαραίτητες για την παραγωγή πολιτισμού. Κι αυτό αποτελεί μέγα ζήτημα όχι απλώς για τον πολιτισμό, αλλά και για τη λειτουργία της δημοκρατίας.

Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, λέει ο Σιφρίν, οι εκδόσεις θεωρούνταν λειτούργημα. Οσοι ασχολούνταν με τον κύκλο παραγωγής του βιβλίου δεν ονειρεύονταν να γίνουν πλούσιοι. Αν ήθελαν να βγάλουν λεφτά, διάλεγαν άλλη δουλειά.

Ο Σιφρίν θεωρεί πως οι εκδότες που δεν ορίζουν τα πάντα σε σχέση με το χρήμα, όσοι δηλαδή θεωρούν ότι το να πουλούν βιβλία είναι κατά τι διαφορετικό από το να πουλούν σαλάμια, μπορούν, ίσως, να συνεργαστούν με πανεπιστήμια ή άλλους φορείς προκειμένου να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους. Αφιερώνει ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο παράδειγμα της Νορβηγίας, μιας μικρής –όμως οικονομικά εύρωστης –χώρας, η οποία εφαρμόζει επιθετική και μακροπρόθεσμη πολιτιστική πολιτική, με αποτέλεσμα να διατηρεί ακόμα και σήμερα την πολιτιστική ανεξαρτησία της.