Η μικροκλίμακα της γενικευμένης κρίσης των ημερών μας: ρημαγμένες ζωές, κλειστές προοπτικές, θολή ανάμνηση οι «παλιές καλές ημέρες». Πώς εξαφανίζονται η ευτυχία, το όνειρο, η μαχητικότητα, η ελπίδα από τον ορίζοντα των ανθρώπων στη μεγάλη πόλη; Ερώτημα ανοιχτό – δίχως απάντηση

Τα τελευταία χρόνια η ελληνική διηγηματογραφία έχει ανοίξει περπατησιά. Πληθαίνουν οι τίτλοι, οι φωνές (συχνά γυναικείες) που σιγοντάρουν τούτο τον βηματισμό και πολλές είναι οι γραφίδες που δοκιμάζουν για πρώτη φορά την αντοχή τους σε αυτό το βραχύμορφο είδος. Οι «μικρές ιστορίες», μολονότι φαίνεται να ανήκουν στο πειραματικό πεδίο, όπου ασκούνται ελεύθερα αφηγηματικοί τρόποι, εναλλάσσονται θεματικές προτάσεις ή ιδεολογικές εκφράσεις, απαιτούν αυξημένη μαστορική –δεν αρκεί η φωτογραφική αποτύπωση ή η συνθηματολογική διατύπωση.

Η Αθήνα της κρίσης έχει ήδη πρωταγωνιστήσει σε αρκετά μικρά ή μεγαλύτερα πεζογραφήματα, άλλοτε ευρηματικά και άλλοτε με αναμενόμενες τεχνικές ευκολίες και συνταγογραφημένες λύσεις. Το νέο δυστοπικό πρόσωπο της πρωτεύουσας, με εμφανή τα σημάδια της κούρασης, της φθοράς, προσφέρει ένα άλλο, αχαρτογράφητο τοπίο, προφανή πρόκληση για προσεκτικούς παρατηρητές και επίδοξους λογοτεχνικούς σκηνοθέτες.

Η πρωτοεμφανιζόμενη (στην πεζογραφία, αλλά δόκιμη στη βιβλιοκριτική) Ελεάννα Βλαστού συνδυάζει αρκετά από αυτά τα δεδομένα στα παρόντα έξι πεζογραφήματά της: στο επίπεδο του χωροχρόνου προβάλλει, όπως είπαμε, η σημερινή Αθήνα της οικονομικής στενότητας και τα πληττόμενα αστικά (μεσοαστικά μάλλον στις περισσότερες ιστορίες) κοινωνικά στρώματα. Σε αφηγηματικό επίπεδο τα ηνία της εξιστόρησης στα μισά, περίπου, κείμενα τα κρατούν γυναίκες· όσο για τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα, κυριαρχεί η απουσία σε ποικίλες εκφάνσεις: έλλειψη, απώλεια, ένδεια, στέρηση, αδιέξοδο (οικονομικό ή ψυχικό), καταστάσεις που οδηγούν σε αναδιάταξη των προσωπικών (κυρίως οικογενειακών) σχέσεων και ακραίες συμπεριφορές, εντασσόμενες ωστόσο στο πλαίσιο μιας καθημερινότητας (συστηματική αγοραπωλησία σπέρματος, παιδοφιλικές, αιμομικτικές σχέσεις). Ατομα που βρίσκονται μετέωρα, με αναδρομολογημένη πορεία, μακριά από όσα σχεδίαζαν ή επιθυμούσαν, υποχρεωμένα να επιβιώσουν με μεταλλαγμένα όνειρα και χαμηλές προσδοκίες.

Μια μεσήλικη χήρα μονολογεί διαλεγόμενη με τον απελθόντα σύζυγο, ενημερώνοντάς τον τόσο για τα μικροσυμβάντα της ημέρας και της εστίας όσο και για τα γεγονότα που ταράζουν την πόλη (οι κουκουλοφόροι, οι φωτιές στην Αθήνα, οι λεηλασίες, οι σειρήνες που πλησιάζουν ή απομακρύνονται)· κλεισμένη στο σχεδόν αυτιστικό σύμπαν της, δεν διακρίνει χώρο ή χρόνο, αναμνήσεις ή πραγματικότητα («Κι εσύ δεν είσαι εδώ να με βοηθήσεις. Λύπης, έτσι θα έπρεπε να γράφεται το λείπεις»). Δευτεροπρόσωπη αφήγηση που κόβεται απότομα στην ουρά της για την πεζή, ουδέτερη διατύπωση της αβάσταχτης μοναξιάς –όλος ο προηγούμενος δυϊκός μονόλογος σωριάζεται στην αμείλικτη ενικότητα, στα αποκαΐδια της πυρκαγιάς του σπιτιού της που η ηρωίδα τη θωρεί σαν ξένος παρατηρητής.

Ενας νεαρός σε αναζήτηση βελτίωσης των πενιχρών οικονομικών του αρχίζει δοσοληψίες μέσω μικρών αγγελιών με μια τράπεζα σπέρματος: «Είχε τα δικά του στατιστικά για να μετράει τις επιτυχίες του ο Δημήτρης, κατά 75% έκανε αγόρια. Εκείνοι θέλουν τα γονίδια, εκείνος τα χρήματα και έτσι είναι όλοι ευχαριστημένοι». Ανετος, στα όρια της κυνικότητας, δίχως ίχνος γονεϊκού φίλτρου, νιώθει το στιγμιαίο ξάφνιασμα της (απούσας) πατρότητας όταν τυχαίνει να τον φωνάξει «μπαμπά» ένα παιδί στον δρόμο.

Μια μητέρα εξαφανίζεται από την οικογενειακή στέγη· το αγόρι μεγαλώνει με το τραύμα αυτής της εγκατάλειψης και της ανασφάλειας, επιχειρώντας να καλύψει το πένθος της απουσίας με οιονεί φετιχιστική προσκόλληση στα «ενθυμήματά» της και με τη δημιουργία αλλεπάλληλων και αδιέξοδων ερωτικών σχέσεων. Οταν βρει το ιδανικό γυναικείο «υποκατάστατο» εκείνης, θα εισπράξει μια δεύτερη οδυνηρή εγκατάλειψη που θα εντείνει την ψυχική αναπηρία του.

«Η εξαφάνιση ενός μυαλού» αναφέρεται στην περίπτωση νεαράς αριστούχου που, αντί να συνεχίσει σε μεταπτυχιακό επίπεδο τις πανεπιστημιακές σπουδές της, συναινεί στην οικογενειακή παρότρυνση να βολευτεί σε μια δουλειά και να παντρευτεί. Υπάλληλος στο Δημόσιο, απολαμβάνει την ευμάρεια της δεκαετίας του ’90, τα ταξίδια, τα κινητά, τα γυμναστήρια, τα ακριβά ρούχα και την ατέρμονη διασκέδαση, άνευ συζύγου μεν, αλλά υψηλή ερωμένη διακεκριμένων κυρίων. Η τωρινή «κρίση» την προσγειώνει απότομα, την ακυρώνει και τη φέρνει αντιμέτωπη με τα αδιέξοδά της: οι δρόμοι εκείνο το καλοκαίρι (της αφήγησης) οδηγούν στην πλατεία των αγανακτισμένων.

Οικεία και αγαπημένα αντικείμενα (ένας μικρός πίνακας, ένας ασημένιος δίσκος, μια ακριβή πένα και οικογενειακά χρυσαφικά) βρίσκονται το ένα πλάι στο άλλο πάνω στο τραπέζι ενός από τα μαγαζιά που έχουν κατακλύσει τους αθηναϊκούς δρόμους με την επιγραφή «Αγοράζω χρυσό». Οι ιδιοκτήτες τους τα αποθέτουν γνωρίζοντας ότι τα εξαφανίζουν οριστικά από τη ζωή τους, μολονότι κάποιοι βαυκαλίζονται με την ιδέα πως κάποια στιγμή θα περάσουν να τα πάρουν πίσω. «Πόνος των πραμάτων και των ανθρώπων» κρύβεται πίσω από κάθε μικρή ιστορία αυτής της εγκατάλειψης.

Η εξαφάνιση της παιδικής αθωότητας αποτελεί τον πυρήνα του τελευταίου αφηγήματος. Η γονική βία στην απεχθέστερη μορφή της σπάζει κάθε κέλυφος στερεότυπης οικογενειακής ευτυχίας και παραπέμπει σε μια άλλου είδους «κρίση», αξιακή, ηθική.

Μικρά στιγμιότυπα, εικόνες και σκηνές από το δράμα που παίζεται στην πόλη –σε κάθε πόλη, μολονότι εν προκειμένω στο προσκήνιο βρίσκεται η Αθήνα. Θέματα επιλεγμένα με προσοχή και ευαισθησία, επεξεργασμένα με τεχνική ακρίβεια και οικονομία αφηγηματικών μέσων. Μια πολλά υποσχόμενη νέα πεζογράφος.