Ο Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής του Amazon.com που μόλις πέρυσι προέβλεπε ότι οι εφημερίδες θα έχουν εξαφανιστεί σε 20 χρόνια, ίσως χρειαστεί να ανακαλέσει. Η ανακοίνωση το βράδυ της Δευτέρας ότι αγοράζει την εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ» έναντι 250 εκατ. δολαρίων προκάλεσε έκπληξη στη βιομηχανία του Τύπου. Παρά την πτώση των εφημερίδων έναντι του ανταγωνισμού από τους ψηφιακούς αντιπάλους τους, κανείς δεν περίμενε ότι η οικογένεια Γκράχαμ, που ήλεγχε την εταιρεία από το 1933, θα την πωλούσε και μάλιστα σε έναν από τους τσάρους της νέας τεχνολογίας.

Ετσι στις αρχές της εβδομάδας ο 68χρονος Ντον Γκράχαμ, γιος της θρυλικής εκδότριας της εφημερίδας Κάθριν Γκράχαμ, η οποία θεωρούνταν επί δεκαετίες ένα από τα πιο ισχυρά πρόσωπα στην Ουάσιγκτον και εγγονός του χρηματιστή της Γουόλ Στριτ Γιουτζίν Μέγιερ που αγόρασε την «Ουάσιγκτον Ποστ» πριν από 80 χρόνια, ανακοίνωσε ότι ο 49χρονος Μπέζος αποτελεί την καλύτερη ευκαιρία για την επιβίωση της εφημερίδας έπειτα από 7 συνεχή χρόνια πτώσης. «Κάθε μέλος της οικογένειάς μου αντέδρασε αρχικά με τον ίδιο τρόπο –σοκ –ακόμα και στη σκέψη να πωληθεί η εφημερίδα. Οταν όμως έπεσε η ιδέα να την αγοράσει ο Τζεφ Μπέζος τα δικά μου συναισθήματα άλλαξαν», πρόσθεσε καθώς είναι φίλος με τον δισεκατομμυριούχο (η προσωπική του περιουσία υπολογίζεται στα 25 δισ. δολάρια) ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης διαδικτυακής επιχείρησης πώλησης προϊόντων, εδώ και αρκετά χρόνια. Παραδέχθηκε ότι ο Μπέζος που άλλαξε το ιντερνετικό εμπόριο αλλά και τον κόσμο της έκδοσης βιβλίων «δεν είναι μάγος» όσον αφορά τις προκλήσεις στον τομέα των εντύπων. Αυτό πάντως δεν εμπόδισε πολλούς ειδικούς να θεωρήσουν αυτή την αγοραπωλησία «ιστορική», καθώς θεωρούν πως ο καινοτόμος Μπέζος μπορεί να βρει το επιτυχημένο οικονομικό μοντέλο που αναζητούν τα τελευταία χρόνια οι εκδότες εφημερίδων. Η «Ουάσιγκτον Ποστ» είχε ζημιές περίπου 50 εκατ. δολαρίων το πρώτο εξάμηνο του χρόνου, με την κυκλοφορία της να πέφτει 7% το ίδιο χρονικό διάστημα.

Ολα αυτά αποτελούν νέο κεφάλαιο για έναν θεσμό της αμερικανικής δημοσιογραφίας που πρωτοεκδόθηκε το 1877 με κυκλοφορία 10.000 φύλλων. Πέρασε από Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς εκδότες και έφθασε κοντά στο κλείσιμο μέχρι που την αγόρασε ο Γιουτζίν Μέγιερ, επενδυτής από την Καλιφόρνια και στέλεχος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας το 1933. Με τις επιλογές του αύξησε το κύρος της εφημερίδας και τη δεκαετία του ’40 έδωσε τον έλεγχό της στον γαμπρό του Φίλιπ Γκράχαμ, άνθρωπο με ευμετάβλητη προσωπικότητα ο οποίος αυτοκτόνησε το 1963. Ο έλεγχος πέρασε στη χήρα του Κάθριν Γκράχαμ, η οποία τη διοίκησε με σιδερένια γροθιά επί χρόνια.

Το σκάνδαλο. Στους ώμους της Κέιτ, την οποία ο πολιτικός κόσμος της Ουάσιγκτον θαύμαζε αλλά και φοβόταν, έπεσε ο χειρισμός του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ. Και ήταν εκείνη που προκάλεσε την οργή όλων των ανθρώπων του προέδρου το 1972 όταν οι δύο νεαροί ρεπόρτερ Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρνστιν άρχισαν να ξεδιπλώνουν το σκάνδαλο βασισμένοι στις αποκαλύψεις του πληροφοριοδότη τους, που είχε το παρατσούκλι «βαθύ λαρύγγι» –πολλά χρόνια αργότερα έγινε γνωστό ότι επρόκειτο για τον υποδιευθυντή του FBI Μαρκ Φελτ. Το σκάνδαλο και η στάση που κράτησε η εφημερίδα, παρά τις έντονες πιέσεις από τον Λευκό Οίκο, κατέστρεψαν την προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον, ο οποίος ντροπιασμένος αναγκάστηκε να παραιτηθεί –και ενέπνευσαν στρατιές συντακτών να ακολουθήσουν τον δύσκολο δρόμο της ερευνητικής δημοσιογραφίας τα επόμενα χρόνια.

Στην κορύφωση της ιστορίας που απαθανατίστηκε και στην ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» με πρωταγωνιστές τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ και τον Ντάστιν Χόφμαν, η εφημερίδα αποκάλυψε την εισβολή στο αρχηγείο του Δημοκρατικού Κόμματος στο κτίριο Γουότεργκεϊτ ως μέρος μιας τεράστιας εκστρατείας παρακολουθήσεων που είχαν αποφασίσει στελέχη του Λευκού Οίκου. Οπως έγραψε στα απομνημονεύματά της με τον τίτλο «Προσωπική ιστορία» η Γκράχαμ, ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης Τζον Μίτσελ, που εμπλεκόταν στην υπόθεση, άφησε μια «πρωτόγονη κραυγή» όταν ενημερώθηκε για το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ και πρόσθεσε μια βαριά βρισιά την οποία η «Ποστ» δεν δημοσίευσε. Ο ίδιος ο Νίξον ορκίστηκε ότι η εφημερίδα «θα έχει μεγάλα, μεγάλα προβλήματα έπειτα από αυτή την ιστορία». Τελικά, είχε εκείνος.

Η «Ουάσιγκτον Ποστ» μαζί με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς» αποτέλεσαν δύο φωνές με εθνική αλλά και διεθνή εμβέλεια. Το 1971 και οι δύο εφημερίδες δημοσίευσαν εκρηκτικά ρεπορτάζ για τα Εγγραφα του Πενταγώνου (Pentagon Papers), αποκαλύπτοντας τα ψέματα της κυβέρνησης σχετικά με τον Πόλεμο του Βιετνάμ. Και οι δύο απέκρουσαν προσπάθειες να συγκαλυφθούν οι αποκαλύψεις και κέρδισαν βραβεία Πούλιτζερ. Λόγω της παράλληλης πορείας τους, αμέσως μετά τη γνωστοποίηση της πώλησης της «Ποστ», ο εκδότης των «Τάιμς» Αρθουρ Σουλτσμπέργκερ έσπευσε να δηλώσει ότι η δική του εφημερίδα δεν είναι προς πώληση.

Μόνο το 2008 η «Ουάσιγκτον Ποστ» κέρδισε 6 Πούλιτζερ για θέματα όπως η αποκάλυψη κακομεταχείρισης τραυματισμένων στρατιωτών στο νοσοκομείο Γουόλτερ Ριντ, η κάλυψη της σφαγής στο Κολέγιο Βιρτζίνια Τεκ, μία σειρά από ρεπορτάζ σχετικά με τη δράση ιδιωτικών εταιρειών ασφαλείας στο Ιράκ και άλλα. Παρά τα πολλά βραβεία, όμως, τα οικονομικά προβλήματα έβραζαν. Πέρυσι, οι συνδρομές έπεσαν κατά 37% σε σχέση με το 2002, έγιναν πολλές απολύσεις προσωπικού και οι συνολικές ζημιές έφθασαν τα 54 εκατ. δολάρια.
Τα σχέδια για το μέλλον

Ο 49χρονος Τζεφ Μπέζος (αριστερά, δίπλα από τον Ντόναλντ Γκράχαμ) είναι ένας από τους πλέον καινοτόμους επιχειρηματίες στον κόσμο και αυτό τον αέρα πιστεύεται ότι θα φέρει σε μια παραδοσιακή βιομηχανία όπως είναι αυτή των εφημερίδων. Προς το παρόν δήλωσε ότι δεν θα προβεί σε καμία αλλαγή και άφησε στη θέση του εκδότη ένα μέλος της οικογένειας Γκράχαμ, καθώς είναι γνωστό πόσο προσεκτικά μελετά κάθε του κίνηση – πόσω μάλλον τώρα, σε έναν καινούργιο για εκείνον χώρο που χρήζει ανανέωσης. Αλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι Μπέζος ψηφίστηκε πρόσφατα από το «Harvard Business Review» ως ο δεύτερος καλύτερος πρόεδρος εταιρείας στον κόσμο, μετά τον εκλιπόντα Στιβ Τζομπς της Apple.

Συμφέρουσα συμφωνία

«Εάν υπάρχει κάποιος που μπορεί να αναβιώσει αυτό τον θεσμό είναι ο Μπέζος», είπε ο Γκράχαμ. «Ο Μπέζος με την αγορά αυτή κερδίζει πολιτικό και κοινωνικό κύρος», είπαν οι ειδικοί. Μια συμφωνία συμφέρουσα για όλους. Και ίσως ιστορική για το μέλλον των εφημερίδων.