Σε μια φτωχή κινηματογραφικά εβδομάδα, η μόνη ταινία που ξεχωρίζει είναι μια ήδη «δοκιμασμένη» επανέκδοση, οι θρυλικές «Διαβολογυναίκες» του Ανρί-Ζορζ Κλουζό από το 1955.

«Οι διαβολογυναίκες» (Les Diaboliques,που επανεκδίδονται για δεύτερη φορά σε διάστημα λίγων ετών) είναι για πολλούς η καλύτερη ταινία την οποία δεν γύρισε ποτέ ο Αλφρεντ Χίτσκοκ. Να εξηγηθώ: ο βρετανός άρχων του σασπένς διεκδίκησε ο ίδιος τα πνευματικά δικαιώματα του βιβλίου «Celle qui n’était plus» («Εκείνη που δεν υπήρχε πια») των Πιερ Μπουαλό και Τομάς Ναρσεζάκ. Τον πρόλαβε όμως ο Ανρί-Ζορζ Κλουζό, ο οποίος είχε κίνητρα ανάλογα με αυτά του Χιτς: «Ηθελα μόνο να διασκεδάσω τον εαυτό μου και το μικρό παιδί που όλοι κρύβουμε μέσα μας –το παιδί που κρυμμένο κάτω από τα σκεπάσματα μας παρακαλά να το τρομάξουμε».

Διαβολογυναίκες (σύμφωνα με τον ελληνικό τίτλο, τουλάχιστον), η Βέρα Κλουζό (σύζυγος του σκηνοθέτη) και η Σιμόν Σινιορέ, εδώ στα πιο σαγηνευτικά της. Οι οποίες αποφασίζουν να δολοφονήσουν τον απεχθή Μισέλ –σύζυγος της πρώτης και εραστής της δεύτερης. Μεταξύ μας, δεν τις αδικώ. Η συμπεριφορά του απέναντι και στις δύο είναι δεσποτική και άκρως επιθετική –επίσης, είναι και διευθυντής σχολείου! Πόσο πιο αντιπαθητικά χαρακτηριστικά να συγκεντρώσει ένας χαρακτήρας;

Μετά τη δολοφονία, όμως (που «τραβά» σε διάρκεια και βυθίζει ολόκληρο το φιλμ σε μια μακάβρια, νεκρική ατμόσφαιρα), το πτώμα εξαφανίζεται. Συγχρόνως, ένας μαθητής επιμένει ότι έχει δει τον διευθυντή, ενώ το καθαριστήριο στέλνει πίσω, καθαρό και σιδερωμένο, το κοστούμι το οποίο φορούσε τη βραδιά που δολοφονήθηκε. Ξαφνικά, η λύση του μυστηρίου φλερτάρει με τη «μεταφυσική» πλευρά.

Το ερώτημα ακούγεται συχνά από φίλους και αναγνώστες: Πόσο μοντέρνα μπορεί να είναι μια ταινία του 1955; Γιατί αυτές οι επανεκδόσεις συγκεντρώνουν όλες τις καλές κριτικές; Λοιπόν, η κάπως θλιβερή αλήθεια είναι ότι, στη πραγματικότητα, το μέσο έχει κάνει ελάχιστα δημιουργικά βήματα τα τελευταία τουλάχιστον 40 χρόνια.

Τεχνικώς, φυσικά, το σινεμά έχει εξελιχθεί δραματικά –εξελίσσεται μάλιστα κάθε μέρα. Αφηγηματικά όμως; Οχι και τόσο… Το ενδιαφέρον κομμάτι της φιλμικής ιστορίας αφορά τα πρώτα χρόνια του, κυρίως λόγω ενθουσιασμού. Σαν τις σχέσεις λίγο-πολύ, που είναι στα ντουζένια τους όταν η «ανακάλυψη» του άλλου είναι ακόμη φρέσκια και ο έρωτας ισχυρός. (Γι’ αυτό και το ριμέικ με τη Σάρον Στόουν είναι τόσο μα τόσο αδιάφορο.)

Ο Κλουζό, λοιπόν, με ανάλογο ενθουσιασμό προσδίδει μια αδιόρατη αίσθηση απειλής σε κάθε σκηνή. Σχεδόν τα πάντα λειτουργούν υπαινικτικά –και η ασπρόμαυρη φωτογραφία βοηθά. Συνεπικουρούμενος από αυτήν, αλλά και από την έξοχη δουλειά στο ντεκόρ, ο Κλουζό «τσιγκλάει» τον θεατή στα σωστά σημεία, ολοκληρώνοντας μια έξοχη άσκηση σασπένς που κορυφώνεται στα τελευταία δέκα λεπτά. Που, αν μη τι άλλο, περιλαμβάνει ένα από τα πιο θρασύτατα κλεισίματα ταινίας του ευρωπαϊκού Φανταστικού, ένα φινάλε που ισορροπεί ανάμεσα στο ακραία γκροτέσκο αλλά και στο ανατρεπτικά κωμικό, σχεδόν προκαλώντας τον θεατή.

Τέλος, οι πολύ παρατηρητικοί θα προσέξουν τον Τζόνι Χαλιντέι στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, μόλις σε ηλικία 13 ετών.

Βαθμοί: 8