«Πήγα να σε περιμένω/στης Ομόνοιας το σταθμό/μες στο βράδυ μες στο κρύο/μέσα στο κυνηγητό. Ελεγα πως θα περάσεις,/είναι πέρασμα μεγάλο/από δω περνούνε όλοι/και για το ‘να και για τ’ άλλο».

Υπήρχε μια εποχή που η Ομόνοια ήταν το κέντρο των εξελίξεων και τόπος των μεγάλων και μικρών ιστοριών. Το Νέον αποτυπώθηκε από τον Γιάννη Τσαρούχη, οι μικρές δισκογραφικές εταιρείες είχαν εδώ το βασίλειό τους, τα καφενεία και τα γαλακτοπωλεία διανυκτέρευαν, οι άνθρωποι έδιναν ραντεβού στου Μπακάκου, έρωτες γεννιόντουσαν και πέθαιναν, διαδηλώσεις από εδώ ξεκινούσαν, εργάτες έβρισκαν εδώ μεροκάματα.

Ο παραπάνω στίχος του Γιώργου Ιωάννου από το «Κέντρο Διερχομένων» αντανακλούσε αυτή την πραγματικότητα, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν φανατικός θαμώνας της πλατείας. Ο κύκλος των τραγουδιών του δίσκου ήταν μάλιστα παραγγελία του προσφάτως χαμένου συνθέτη Νίκου Μαμαγκάκη. «Παρήγγειλα το έργο στον Ιωάννου που ερχόταν τότε τακτικά στο σπίτι του γείτονα μου στο Κολωνάκι, καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Παναγιώτη Μουλά. «Μου αρέσει ο τρόπος που γράφεις, δεν θες να γράψουμε μαζί;», του είπα. Αυτό έγινε τη δεκαετία του ’60. Σιγά σιγά τα έγραψε, ενέδωσε παρά τον αρχικό φόβο του. Κάτσαμε και τα δουλέψαμε και βγήκαν αυτά τα από καρδιάς τραγούδια στη Lyra του Αλέκου Πατσιφά, με εξώφυλλο του Τσαρούχη που επίσης υπήρξε φίλος μου. Επαίρομαι να λέω ότι εγώ τα παρήγγειλα στον Ιωάννου», μας είπε στις 11 Ιουνίου του φετινού καλοκαιριού ο Μαμαγκάκης.

Και αν ο ομοφυλοφιλικός υπαινιγμός κάποιων τραγουδιών είναι εμφανής, η άποψη του συνθέτη έχει το δικό της ενδιαφέρον: «Τα τραγούδια είναι διάχυτα από έρωτα, έχουν αν θέλεις μια καθαρή έκφανση, ερωτική. Αυτή είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους, δεν σχολιάζω τις προτιμήσεις. Είναι δικό τους δικαίωμα», σημείωνε για «ΤΑ ΝΕΑ».

Στο πρώτο τραγούδι υπάρχει η φράση «Κέντρο Διερχομένων» και από κει πρόκυψε ο τίτλος του δίσκου. Για τους τραγουδιστές έγιναν πολλές σκέψεις, ακόμη και να τα ερμηνεύσει η Σωτηρία Μπέλλου που ήταν φίλη του Μαμαγκάκη από τη δεκαετία του ’50 και τότε είχε ερμηνεύσει έντεχνους συνθέτες όπως Μούτση, Ανδριόπουλο, Λάγιο σε μια νέα σελίδα στην πορεία της.

«Υστερα ήλθαν διάφορες άλλες, μου έφεραν την Ελευθερία Αρβανιτάκη, η Κάτια Γέρου για την ακρίβεια μου την πρότεινε και αρχίσαμε να δουλεύουμε μαζί. Η φωνή της είχε το χρώμα που μου άρεσε πολύ». Οι Δημήτρης Κοντογιάννης και Δημήτρης Ψαριανός ήταν οι άνδρες ερμηνευτές.

«Ο Κοντογιάννης ήταν έτοιμος λαϊκός, ο Ψαριανός ήταν τραγουδιστής από τα γεννοφάσκια του και μουσικός και έπαιζε κιθάρα νταλκαδιάρα, έκανες μαζί του ό,τι ήθελες. Γράψαμε εύκολα», μας έλεγε ο Μαμαγκάκης.

Ο Ιωάννου ερωτεύτηκε τα τραγούδια και ένιωθε υπερήφανος για αυτά, ο δίσκος προκάλεσε θετικά σχόλια, έφερε κάτι καινούργιο: μια καινούργια παράμετρο για την εναρμόνιση του λαϊκού τραγουδιού, με γνώμονα την έλξη των αρμονιών από τις μελωδίες των τραγουδιών. Μπουζούκι παίζουν ο Στέλιος Ζαφειρίου και ο Θανάσης Πολυκανδριώτης. Ο τελευταίος μάλιστα παίζει στην «Ομόνοια» την εισαγωγή με κλασική κιθάρα με πένα μπουζουκιού και χορδές νάιλον, ενώ τα κομμάτια περιλαμβάνουν φράσεις που δεν έχουν ξαναγραφτεί. Μάλιστα μας έλεγε ο Μαμαγκάκης πως ο μεγαλύτερος θαυμαστής τους ήταν ο Ακης Πάνου.

Ο Μαμαγκάκης ενορχήστρωσε ξανά μεταγενέστερα τον δίσκο στη δική του εταιρεία Ιδαία, ενώ κομμάτια του συχνά ερμηνεύουν σε συναυλίες και λάιβ οι νεότεροι Γιάννης Χαρούλης και Νατάσσα Μποφίλιου. Αποδεικνύεται έτσι η ανθεκτικότητα ενός κύκλου τραγουδιών που επανεισήγαγε το είδος του νεολαϊκού, καθιέρωσε την Ελευθερία Αρβανιτάκη και διέσωσε στην ιστορία κάτι από την ατμόσφαιρα και τον υπαινιγμό της Ομόνοιας μέσα από την πένα ενός ευαίσθητου στιχουργού κι ενός πληθωρικού και εμπνευσμένου συνθέτη.

Την ίδια χρονιά

Ο Βαγγέλης Παπαθανασίου τιμάται με Οσκαρ για τη μουσική του στην ταινία «Δρόμοι της φωτιάς», ενώ ο Σταύρος Τορνές γυρίζει την ταινία του «Μπαλαμός».

Πεθαίνει ο συνθέτης Μάνος Λοΐζος αλλά και ο Ευάγγελος Παπανούτσος, ενώ αφήνει την τελευταία του πνοή και ο μεγάλος μουσουργός Καρλ Ορφ (δάσκαλος μεταξύ των άλλων και του Νίκου Μαμαγκάκη).

Γεννιέται στην Ελλάδα το πρώτο παιδί του σωλήνα, ενώ πρώτη φορά η ανθρωπότητα βλέπει φωτογραφίες από τον πλανήτη Αφροδίτη.

ΑΥΡΙΟ:

«Υπάρχω», 1975