Τρεις είναι οι βασικοί λόγοι, εκτός από την πολιτική των κυβερνήσεων, που ευθύνονται για την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στα πανεπιστήμια σχετικά με τις ανθρωπιστικές σπουδές, λέει η Καθηγήτρια στο Σικάγο Νανώ Μαρινάτου:

«Πρώτον, οι φοιτητές θέλουν να σπουδάσουν αντικείμενα που να έχουν ανταπόκριση στην αγορά εργασίας. Δεύτερον, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο τρόπος που η Αμερική βλέπει την Ευρώπη. Και η Αμερική αντιμετωπίζει την Ευρώπη ως ξοφλημένη ήπειρο και κατά συνέπεια δεν ενδιαφέρεται για την κληρονομιά της. Ο τρίτος λόγος έχει να κάνει με τη σύγχρονη τεχνολογία. Το Διαδίκτυο έχει προκαλέσει τεράστιες αλλαγές. Δεν πιέζει τον ανθρώπινο νου να έχει συνάφεια σκέψης. Μέσα κοινωνικής δικτύωσης προωθούν την αποσπασματική σκέψη, με αποτέλεσμα να χάνεται η πειθαρχία. Σήμερα πλέον οι φοιτητές δεν μαθαίνουν μέθοδο σκέψης, αλλά μόνο πληροφορίες. Ο Θουκυδίδης για να γράψει όσα έγραψε γνώριζε τον Ηρόδοτο και τον Ομηρο. Τα παιδιά σήμερα λόγω της ταχύτητας δεν συγκεντρώνονται. Δεν αφοσιώνονται στη διαδοχή των συλλογισμών που προκύπτει από τη γνώση του παρελθόντος. Ο,τι έχει μέγεθος μεγαλύτερο από ένα γραπτό μήνυμα ή μια ανάρτηση στο twitter τούς προκαλεί νευρικότητα».

«Αν συνεχίσουμε έτσι, αύριο δεν θα έχουμε κάποιον που να μπορεί να διαβάσει ένα λατινικό κείμενο, να διευθύνει ένα μουσείο, ένα αρχείο», υποστηρίζει ο πρόεδρος του Εθνικού Πανεπιστημιακού Συμβουλίου της Ιταλίας, καθηγητής Ενδοκρινολογίας, Αντρέα Λένζι.

Οι υποστηρικτές των κλασικών σπουδών επιχειρούν να αποσυνδέσουν το πανεπιστημιακό πτυχίο από την επαγγελματική αποκατάσταση τονίζοντας ότι θεωρητικές επιστήμες είχε επιλέξει ο αμερικανός Πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα, ενώ απόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας είναι και ο Ιταλός Κάρλο Ατζέλιο Τσιάμπι, πρώην πρόεδρος της Δημοκρατίας.

Δεν φαίνεται ωστόσο όλοι να είναι τόσο απαισιόδοξοι για το μέλλον των κλασικών και εν γένει των ανθρωπιστικών σπουδών. «Είναι γεγονός ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές δέχονται σοβαρές πιέσεις από τις θετικές επιστήμες, αλλά δεν είμαι απογοητευμένος», δίνει τη δική του εκτίμηση μιλώντας στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Κλασικών Σπουδών και Συγκριτικής Λογοτεχνίας, διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, Γκρέγκορι Ναζ. «Παρατηρώ ότι στο μάθημά μου διαρκώς αυξάνονται οι φοιτητές, ακόμη κι αν η πίεση για επαγγελματική αποκατάσταση τους οδηγεί σε άλλες ειδικότητες».

Ακόμη πιο αισιόδοξος εμφανίζεται ο καθηγητής Eλληνικής Iστορίας στην Εδρα Λεβέντη στο Πανεπιστήμιο του Kέμπριτζ Πολ Κάρτλετζ, ο οποίος, όπως μας λέει, δεν διαπιστώνει πτώση: «Αντιθέτως, περισσότεροι φοιτητές από άλλοτε επιλέγουν μαθήματα γύρω από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη. Επιπλέον, η έκθεση του Βρετανικού Μουσείου για την Πομπηία, αλλά και η εκπαιδευτική σειρά του ΒΒC για τους αρχαίους Ελληνες έχουν δημιουργήσει πολύ έντονο ενδιαφέρον για την αρχαιότητα». Και ενώ επισημαίνει ότι «ο αριθμός των αποφοίτων από το Κέμπριτζ το 2013 είναι σχεδόν ο ίδιος με εκείνον των αποφοίτων όταν πρωτοδίδαξα πριν από 33 χρόνια», εντοπίζει πρόβλημα επιπέδου των φοιτητών, το οποίο αποδίδει στο γεγονός ότι δεν διδάσκονται πλέον αρχαία ελληνικά και λατινικά στα σχολεία. Γι’ αυτό πριν από μερικές δεκαετίες «ήταν υψηλότερο το ποσοστό των αριστούχων και σχεδόν μηδαμινό το ποσοστό αποτυχίας».

Για ποιο λόγο όμως υπάρχει τόση αγωνία γύρω από την τύχη της συγκεκριμένης κατηγορίας σπουδών; «Αν επιχειρούσα να καταγράψω τους λόγους, θα γεμίζατε όλες τις σελίδες της εφημερίδας σας επί μία εβδομάδα», απαντά με χιούμορ η ιστορικός –γνωστή τόσο για τα ιστορικά ντοκιμαντέρ της όσο και για τα βιβλία της περί της «Ωραίας Ελένης» ή του Σωκράτη –Μπέτανι Χιουζ, η οποία δραστηριοποιείται στην ενίσχυση των κλασικών σπουδών μέσω της καμπάνιας «Classics for all». «Είμαστε πλάσματα της μνήμης. Αποθηκεύουμε αναμνήσεις στο μυαλό μας, κάτι που σημαίνει ότι όλες οι σκέψεις μας είναι προϊόντα αυτής της μνήμης και το κλασικό παρελθόν είναι ζωτικής σημασίας, μέρος της συλλογικής πολιτιστικής μας μνήμης, καθώς στις 32 χώρες της Ευρώπης οι γλώσσες που χρησιμοποιούνται βασίζονται στα ελληνικά και στα λατινικά».

«Ο κόσμος της κλασικής αρχαιότητας απαντά πειστικά σε πολλά από τα προβλήματα και τα ερωτήματα της σύγχρονης ζωής», προσθέτει η καθηγήτρια Ρωμαϊκής Ιστορίας στο Χάρβαρντ Εμα Ντεντς.

Επίσης, ο ελληνιστής Γκρέγκορι Ναζ συμπληρώνει: «Αν ο Περικλής στον «Επιτάφιο» είπε ότι η Αθήνα αποτελεί παίδευση (σ.σ.: σχολείο) της Ελλάδας, σήμερα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα αποτελεί το σχολείο του κόσμου.

Η μελέτη της κλασικής κληρονομιάς σήμερα, στην περίοδο της κρίσης, είναι σημαντικότερη από ποτέ, διότι οι ανθρωπιστικές αξίες που περιέχονται στον ελληνικό πολιτισμό είναι εκείνες που θα μας επιτρέψουν να βρούμε ξανά τον εαυτό μας. Είναι αξίες που δεν αφορούν το παρελθόν και την κληρονομιά, αλλά τη βάση του πολιτισμού μας».

«Αλλωστε, αν δεν ξέρουμε από πού καταγόμαστε πολιτιστικά, δεν ξέρουμε ούτε ποιοι είμαστε ούτε πώς θα μπορούσαμε να κινηθούμε στο μέλλον», καταλήγει ο καθηγητής Πολ Κάρτλετζ.