Στο «10» του Μ. Καραγάτση (πρώτη έκδοση 1964) υπάρχει μια από τις πιο ζωντανές και λαχταριστές περιγραφές των ψαράδικων της κεντρικής αγοράς: «Παλαμίδα μπόλικη είχε πέσει, κι άλλο τόσο σκουμπρί σταχτί και γυαλιστερό, σαν λεπίδι ατσαλένιο. Οι δράκαινες με τις καστανόμαυρες βούλες πάνω στ’ ανοιχτόχρωμο πετσί τους, έδιναν τόνο πιο ειρηνικό για όποιον δεν ήξερε το θανατερό φαρμάκι που φώλιαζε στα άσπρα κεντριά τους. Απαίσιες φάνταζαν οι καστανοκίτρινες σμέρνες, με το μακρύ, γλιτσιασμένο κορμί –φίδια της θάλασσας. Η μαρίδα ταπεινή σε μέγεθος και διακριτική σε θωριά, προκαλούσε πιότερο το γαστριμαργικό ενδιαφέρον των μερακλήδων… Θεριά φαντασμαγορικά οι κόκκινες σκορπίνες, απειλούσαν το σύμπαν με τις τεράστιες στοματάρες τους. Το μπαρμπούνι κρατούσε τα σκήπτρα σε θωριά, γευστική πρόκληση και τιμή, αγοραζόμενο μόνο απ’ τους πιο καλοντυμένους ψωνιστές. Ο πολύς κόσμος συνωστιζόταν μπροστά στα σαφρίδια, τα κοκάλια, τις πέρκες, τους χάνους, τους γιούλους και τους κωβιούς, που ανακατεμένοι σε πανηγύρι παρδαλό προσφέρονταν προς εφτά και έξι δραχμές το κιλό».