Η ιστορία της Ελληνοτουρκικής Ορχήστρας των Νέων (ΕΤΟΝ) άρχισε πριν από έξι χρόνια. Ηταν καλοκαίρι του 2008, όταν πραγματοποιήθηκαν οι πρώτες συναυλίες στο Ηρώδειο, στην Πάτρα, την Αγκυρα και την Κωνσταντινούπολη, και η ιδέα της προέδρου της, της Λένης Κονιαλίδη, έπαιρνε σάρκα και οστά.

Τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν συνεργασίες με τον βιολονίστα Ιλια Γκίνγκολτς, συναυλίες μπροστά από το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, σε Ναύπλιο, Θεσσαλονίκη, Κατερίνη, Καβάλα και φέτος η ΕΤΟΝ συμπράττει με την ελληνίδα σοπράνο Μυρσίνη Μαργαρίτη και τον διακεκριμένο τούρκο διευθυντή Ορχήστρας Τζεμ Μανσούρ, υπό την αιγίδα του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών.

«Συνεργαζόμαστε με το Πανεπιστήμιο Bilkent της Αγκυρας που έχει ένα πολύ καλό Τμήμα Μουσικής», λέει στα «ΝΕΑ» η κ. Κονιαλίδη. «Μας λείπει βέβαια μια βάση, ένα δικό μας σπίτι, ελπίζουμε όμως στο μέλλον κάτι να καταφέρουμε. Τα πράγματα είναι τόσο δύσκολα πια που τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε καν εμφανιστεί στην Ελλάδα. Φέτος ελπίζαμε ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε μια συναυλία στην Αθήνα, πάλι όμως δεν τα κατάφεραμε. Τουλάχιστον θα εμφανιστούμε στη Χίο και είμαι πολύ χαρούμενη που θα έρθει και ο τούρκος δήμαρχος του Σεφεριχισάρ να παρακολουθήσει τη συναυλία», εξηγεί.

Τα παιδιά που συμμετέχουν στην ΕΤΟΝ προέρχονται από ωδεία και πανεπιστήμια ή είναι μουσικοί που έχουν αποφοιτήσει πρόσφατα. Η ορχήστρα είναι μια ευκαιρία να δοκιμαστούν σε δύσκολο ρεπερτόριο και απαιτητικό περιβάλλον. Πρόκειται για νέους από 16 έως 27 χρονών, οπότε η όλη προσπάθεια έχει και την έννοια μιας εκπαιδευτικής διαδικασίας, μιας άσκησης σε σχέση με το τι θα συναντήσουν όταν αποφασίσουν να γίνουν ακραιφνώς επαγγελματίες μουσικοί.

«Αν και η Ιστορία έχει υψώσει ένα τείχος ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία», λέει ο Λευτέρης Παπανικολάου, δάσκαλος των εγχόρδων των ελλήνων συμμετεχόντων, «προσπάθειες σαν την ορχήστρα ΕΤΟΝ δημιουργούν παράθυρα, από τα οποία οι δύο λαοί μπορούν να επικοινωνήσουν και να γνωρίσουν τους ανθρώπους που βρίσκονται στην άλλη πλευρά. Κάτι που είναι κρίσιμο, ιδίως σήμερα που στην πατρίδα μας ο ρατσισμός και η μισαλλοδοξία έχουν βρει θέση στο προσκήνιο».

Το αποτέλεσμα της μουσικής συνεργασίας των δύο χωρών είναι εξαιρετικό, υποστηρίζουν οι συντελεστές. Ο,τι λείπει από την τεχνική αρτιότητα που βρίσκει κανείς σε μια επαγγελματική ορχήστρα, λένε, αναπληρώνεται από τον ενθουσιασμό και το καλό κλίμα που υπάρχει από την πρώτη ημέρα της προετοιμασίας έως και την τελευταία συναυλία.

Ελληνες και τούρκοι μουσικοί έχουν κοινή αφετηρία και κοινόπροορισμό. Τα ακούσματα και των δύο λαών έχουν την ίδια μήτρα. «Εύκολα το καταλαβαίνει κανείς, όταν ακούσει βυζαντινή και κλασική οθωμανική μουσική», συνεχίζει ο κ. Παπανικολάου. «Τα παιδιά που συμμετέχουν στην ορχήστρα σπουδάζουν και αγαπούν τη δυτική κλασική μουσική. Βέβαια ο καθένας φέρνει τη δική του διαδρομή από το ένα σημείο στο άλλο, σε διαφορετικές κοινωνίες με άλλη παιδεία και συμπεριφορές. Ετσι, όταν βρισκόμαστε, υπάρχει πάντα κάτι ενδιαφέρον να μάθουμε και κάτι κοινό να ανακαλύψουμε».