Από όλους τους κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς «νονούς», ο Τόνι Σοπράνο (δεν είναι τυχαίο ούτε το επώνυμο της τηλεοπτικής οικογένειας γκάνγκστερ) ήταν ο πιο ψαγμένος. Και ο πιο ταραγμένος. Ο ρόλος ήταν γραμμένος πάνω στον Τζέιμς Γκαντολφίνι ή Τζέιμς Τζόζεφ Γκαντολφίνι τζούνιορ, όπως ήταν το πλήρες όνομα του ξεχωριστού για την αμερικανική βιομηχανία του κινηματογράφου ταλέντου, που πέθανε από έμφραγμα του μυοκαρδίου (κατ’ άλλη εκδοχή, συνοδευόμενο από εγκεφαλικό επεισόδιο), στα 51 του, ενώ βρισκόταν σε διακοπές στη Ρώμη.

Τον μετρ της μίνιμαλ ερμηνείας, που μπορούσε να παίζει θαυμαστά με τις ψυχολογικές μεταπτώσεις, διατηρώντας όμως πάντοτε το προσωπείο του σκληρού. Ο Τόνι, κεντρικός ήρωας της τηλεοπτικής σειράς «Σοπράνος» –από τις πλέον επιτυχημένες στην ιστορία, που προέβαλε το δίκτυο HBO για έξι σεζόν από το 1999 έως το 2007 –μπορούσε στα 42 λεπτά ενός επεισοδίου να μεταπηδήσει από την οργή στην αυτολύπηση και από εκεί στην… αγάπη για τον πλησίον, προτού βυθιστεί στην κατάθλιψη. Ολα αυτά δε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Σαν να είναι απλώς μια συνηθισμένη ημέρα ενός «κανονικού» γκάνγκστερ του Νιου Τζέρσεϊ (όπου και είχε γεννηθεί ο ηθοποιός).

Το ερμηνευτικό «κόλπο» του Γκαντολφίνι ήταν να μην προδώσει τα μέσα του από την αρχή της σειράς, προβάλλοντας πρώτα την εικόνα του καλού οικογενειάρχη, που προσπαθεί να τα βρει με τα παράξενα μέλη της οικογένειάς του σαν ένας «κανονικός» άνθρωπος. Ωσπου ξαφνικά, στη μέση ενός επεισοδίου, αφήνει για λίγο την εκδρομή της κόρης του, με τους συμφοιτητές της στο κολέγιο, για να «καθαρίσει» έναν από τους εχθρούς του και να επιστρέψει πίσω στην εκδρομή, αποκαλύπτοντας το μυστικό του ψυχρού, ίσως και παρανοϊκού, εκτελεστή.

Εκτός από τα καλοκαίρια –και όχι μόνον –που περνούσε στην Ιταλία, η οικογένεια συναναστρεφόταν κυρίως με Ιταλούς, όπως με την οικογένεια του Σαλβατόρε Τραβόλτα, ιδιοκτήτη του τοπικού βουλκανιζατέρ, του οποίου ο γιος Τζον ξεκίνησε την καλλιτεχνική του καριέρα σχεδόν παράλληλα με τον Τζέιμς (που δοκιμάστηκε πρώτα ως μπάρμαν και ως διαχειριστής κλαμπ), με τον οποίο και έπαιξε σε πέντε ταινίες, με τελευταία το «Επίθεση στον συρμό» του Τόνι Σκοτ, μαζί με τον Ντενζέλ Ουάσινγκτον.

Βέβαια, ο φίλος του Τζον Τραβόλτα δεν τον ακολούθησε και στα πρώτα του θεατρικά βήματα (ύστερα από μαθήματα υποκριτικής που τον έκαναν να ελέγξει εντυπωσιακά το στυλ του νταή που είχε αναπτύξει και τον… έμφυτο θυμό του, ο οποίος τον έκανε μέχρι και να τα σπάει όλα γύρω του), με πρώτο του ρόλο έναν ψευτο-Ελβις. Βέβαια, στον αυτοέλεγχό του βοήθησαν και τα μαθήματα Krav Maga, της ισραηλινής πολεμικής τέχνης.

Μέχρι να βρεθεί στα κινηματογραφικά και τηλεοπτικά πλατό, οι δουλειές στο θέατρο δεν του εξασφάλιζαν τα προς το ζην, γι’ αυτό αναγκαζόταν να δουλεύει παράλληλα ως οικοδόμος (όπως ο πατέρας του που στη συνέχεια έγινε επιστάτης σε σχολείο), μαραγκός, υπαίθριος βιβλιοπώλης, ενώ φύτευε και δέντρα. Εκεί τον βρήκε ο Σίντνεϊ Λιούμετ το 1992 και του έδωσε τον πρώτο του κινηματογραφικό ρόλο στο «Ενας ξένος ανάμεσά μας». Ειρωνεία; Την ίδια εποχή βρήκε και ρόλο στο Μπρόντγουεϊ, στο θρυλικό «Λεωφορείον ο Πόθος» δίπλα στην Τζέσικα Λανγκ και στον Αλεκ Μπόλτνουιν.

Και έπειτα ήρθαν ο Κουέντιν Ταραντίνο (με τον «Ιλιγγιώδη έρωτα», όπου χρειάστηκε πέντε ημέρες για να γυρίσει τη σκηνή με την Πατρίσια Αρκέτ, στην οποία καταματώνεται σπάζοντας το γυάλινο διαχωριστικό τού μπάνιου, προτού εκείνη του διαλύσει το πρόσωπο με μια μπαταριά), ο Σον Πεν και οι γονείς του (ναι, οι γονείς του που έπαιζαν στο «Rememberance»), και ο σεναριογράφος και παραγωγός Ντέιβιντ Τσέις που είδε την καταματωμένη σκηνή του Ταραντίνο και του προσέφερε τον ρόλο της καριέρας του: τον Τόνι Σοπράνο. Ο οποίος Τόνι του στέρησε τη χαρά να βρίσκεται στο θεατρικό σανίδι, που για μια δεκαετία δεν θα αναγνωρίζει, τρίζοντας, τον όγκο του. Στο μεταξύ, τα τελευταία γυρίσματα (στα οποία ο Γκαντολφίνι συνήθιζε να δείχνει τα γυμνά οπίσθιά του στη συμπρωταγωνίστριά του και φίλη του Λορέιν Μπράκο, για να «την εκτροχιάσει») καθυστέρησαν, όταν ο Γκαντολφίνι, οδηγώντας την αγαπημένη του βέσπα (είχε και μια συλλεκτική Χάρλεϊ), παρασύρεται από ένα ταξί στην κίνηση του Μανχάταν και χρειάζεται να υποβληθεί επανειλημμένως σε χειρουργικές επεμβάσεις στο γόνατο.

Λίγο πριν, στα ίδια γυρίσματα, κάνει μια βόλτα στο Γουέστ Εντ του Λονδίνου, ψάχνοντας τα αγαπημένα του έργα. «Κάτι σαν τα τρίωρα, τετράωρα ψυχολογικά δράματα του Ιψεν», όπως είχε δηλώσει. Ετσι βρίσκεται στις πρώτες σειρές της πλατείας στο θέατρο που παίζει τον «Θεό της Σφαγής» της Γιασμίνα Ρεζά. Κάπως έτσι βρίσκεται ξανά στο Μπρόντγουεϊ, στην αμερικανική παραγωγή του «Θεού». Δίπλα στον Τζεφ Ντάνιελς και τη Μάρσα Γκέι Χάρντεν.

Ο ρόλος που άφησε εποχή

Τρεις φορές τιμήθηκε με τηλεοπτικό βραβείο Εmmy για τον ρόλο του Τόνι Σοπράνο. Ρόλο τον οποίο χαρακτήρισε, αν όχι στιγμάτισε, μια κατά τα άλλα εντυπωσιακή, ερμηνευτικά και σκηνοθετικά, καριέρα, η οποία ξεκίνησε ουσιαστικά με ένα τρίξιμο στο θεατρικό σανίδι από τον ογκώδη Γκαντολφίνι (που ήταν και παρέμεινε «βαρύς» και ας είχε τη μητέρα του να του δίνει οδηγίες, ως σχολική διατροφολόγος)

Δύο γάμοι, δύο παιδιά

Ο Γκαντολφίνι που είχε αποκτήσει έναν γιο, τον Μάικλ, από την πρώτη του σύζυγο Μάρσι Γουντάρσκι, είχε παντρευτεί το 2008 στη Χονολουλού το πρώην μοντέλο Ντέμπορα Λιν, με την οποία τον περασμένο Οκτώβριο απέκτησαν ένα κοριτσάκι, τη Λιλιάνα Ρουθ.

Πάτερ φαμίλιας

Ο Τζέιμς Γκαντολφίνιστον ρόλο του Τόνι Σοπράνο με την τηλεοπτική σύζυγό του Εντι Φάλκο (Καρμέλα) και τον τηλεοπτικό γιο του Ρόμπερτ Αϊλερ (Αντονι Τζούνιορ), στο εστιατόριο όπου γυρίστηκε το φινάλε της σειράς