Τριάντα χρόνια μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ της «She’s so unusual» που με ναυαρχίδα το τεράστιο σουξέ «Girls just want to have fun» την έκανε διάσημη παγκοσμίως, η Σίντι Λόπερ βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα και μάλιστα ως σύμβολο γυναικείας πρωτοπορίας. Εκείνος ο δίσκος ήταν το πρώτο γυναικείο δισκογραφικό ντεμπούτο με τέσσερα τοπ –πέντε τραγούδια στον επίσημο αμερικανικό κατάλογο επιτυχιών. Το δε θεατρικό βραβείο Τόνι που κέρδισε πριν από λίγες ημέρες για τη μουσική που έγραψε για το μιούζικαλ «Kinky Boots» είναι το πρώτο στην ιστορία του θεσμού που κερδίζει γυναίκα στη συγκεκριμένη κατηγορία.

Ετσι, η 60χρονη πλέον τραγουδίστρια, συνθέτις και (περιστασιακή) ηθοποιός μπήκε στην εκλεκτή λέσχη που ορίζεται από το ακρωνύμιο GET, τα αρχικά δηλαδή των βραβείων Γκράμι (μουσική), Εμι (τηλεόραση) –το είχε πάρει προ 15ετίας για το ρόλο της Μαριάν στην κωμική σειρά «Mad About You» –και Τόνι (θέατρο).

Η επιτυχία της στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ήταν τέτοια, ώστε πολλοί έγκυροι αναλυτές της ποπ κουλτούρας είχαν προβλέψει ότι το κορίτσι με τα πολύχρωμα μαλλιά, το μποέμικο – new wave υβριδικό λουκ και την τσιριχτή φωνή θα ξεπερνούσε όχι μόνο σε δημοτικότητα αλλά και σε διάρκεια τη Μαντόνα. Τα πράγματα βέβαια δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι, αν και δεν αγνοείται η τύχη της Σίντι Λόπερ από εκείνες τις ημέρες της «χρυσής επιτυχίας» όπως θα πίστευε ίσως κάποιος που έχει χρόνια (δεκαετίες) να ακούσει ή καινούργια τραγούδια της ή το όνομά της στην επικαιρότητα. Η απώλεια της δημοτικότητας από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά πάντως θα έλεγε κανείς ότι την απελευθέρωσε και την ώθησε να ασχοληθεί περισσότερο με πιο εναλλακτικά (και συχνά underground) συστήματα καλλιτεχνικής έκφρασης.

Μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων, εδώ και χρόνια, η (ετεροφυλόφιλη) Σίντι Λόπερ έχει αναδειχθεί σε ίνδαλμα της γκέι κοινότητας στην πατρίδα της –ειδικά από την ώρα που η αδελφή της Ελεν, την οποία είχε ως πρότυπο, «εκδηλώθηκε» δημόσια ως λεσβία –συμμετέχοντας σε πολλές Gay Pride εκδηλώσεις αλλά και ως επικεφαλής της μεγάλης παναμερικανικής τουρνέ του 2007 με σύνθημα «Τέλος στο ομοφοβικό μίσος», στην οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων οι Ντέμπορα Χάρι, Erasure, Dresden Dolls και Gossip. Την επόμενη χρονιά επίσης, λίγους μήνες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, υπέγραψε στο site Huffington Post άρθρο με τίτλο «Ελπίδα», υπέρ της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα. Και μουσικά όμως ουδέποτε έμεινε αδρανής, κινούμενη σε όλο και πιο χαμηλούς τόνους, με αποκορύφωμα το άλμπουμ «Memphis Belle» του 2010, το οποίο αναγνωρίστηκε ως ένα από τα κορυφαία άλμπουμ της σύγχρονης μπλουζ έκφρασης. Το 2006 εξάλλου έκανε το ντεμπούτο της ως ηθοποιός στο Μπρόντγουεϊ, στην «Οπερα της πεντάρας» των Μπρεχτ – Βάιλ στον ρόλο της Τζένι, οριστικοποιώντας έτσι την πολύχρονη σχέση που είχε με το μουσικό θέατρο.

Και για να είναι ίσως σίγουρη ότι το κοινό την έχει πάντα στην καρδιά του (απλώς χρειαζόταν μια αφορμή για την αναθέρμανση της σχέσης), πέρυσι ολοκλήρωσε τη συγγραφή της αυτοβιογραφίας, η οποία εκδόθηκε με τίτλο «Cyndi Lauper: A memoir». Σε αυτήν αναφέρεται μεταξύ των άλλων, με το χαρακτηριστικό ειλικρινές αλλά πάντα πρόσχαρο ύφος της, στα δύσκολα χρόνια της εφηβείας και στο «στενό, επιθετικό μαρκάρισμα» που δεχόταν από τον πατριό της στο σπίτι που έμεναν στο Κουίνς της Νέας Υόρκης. «Εκανα πάντα το λάθος πράγμα στους σωστούς ανθρώπους» γράφει σε κάποιο σημείο –είχε πει κάποτε στον Σπίλμπεργκ σε μια επαγγελματική συνάντηση ότι δεν είναι αρκετά δημιουργικός -, τελικά όμως ο χρόνος μοιάζει να δικαιώνει τις επιλογές της. Αυτό το καλοκαίρι θα έχει την ευκαιρία να συνδεθεί ξανά με τους παλιούς οπαδούς της σε μια περιοδεία που θα γιορτάζει τα τριάντα χρόνια καριέρας της.