Το δώρο του στον 20ό αιώνα είναι ότι τον εξοικείωσε με το διπλά αποξενωτικό, «απoμακρυσμένο βλέμμα» του ανθρωπολόγου»: αφενός κοιτάζει πολύ μακριά, κουλτούρες εξωτικές, αλλότριες· αφετέρου βλέπει τη δική του κουλτούρα από απόσταση, σαν ο ίδιος να είναι παντελώς ξένος, αμέτοχος σε αυτήν.

O Λεβί-Στρος ταξίδεψε πρώτη φορά στην Ιαπωνία το 1977. Γοητευμένος από την ετερότητα και την ευαισθησία ενός παλαιού πολιτισμού, τα ίχνη του οποίου ως προσεκτικός παρατηρητής μπορούσε να διακρίνει παρά τον γιγαντισμό των μεγαλουπόλεων της χώρας και τη ραγδαία εκβιομηχάνισή της, επανέλαβε αρκετές φορές τις επισκέψεις του μέσα στην επόμενη δεκαετία. Στο τέταρτο από αυτά τα ταξίδια (1986), προσκεκλημένος στο Τόκιο για μια σειρά διαλέξεων, διασταυρώνει το γνωστικό του πεδίο, την ανθρωπολογία, με τα μείζονα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σύγχρονες κοινωνίες στο τέλος του 20ού αιώνα, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της κορύφωσης του «εκδυτικισμού» του πλανήτη. Τα τρία κεφάλαια του παρόντος βιβλίου αντιστοιχούν σε ισάριθμες διαλέξεις, όπου σχολιάζονται τα προβλήματα που γεννά ο αναφαινόμενος τερματισμός της πολιτισμικής υπεροχής της Δύσης και προβάλλονται τρόποι εναλλακτικοί για τη συνύπαρξη και τη συνεργασία των ποικιλόμορφων πολιτισμών προκειμένου να επικρατήσει ο ουμανιστικός χαρακτήρας της ανθρωπότητας. Μόνο με την αποφυγή της πολιτισμικής μονοκαλλιέργειας και με τον δυναμικό συνδυασμό των ανομοιοτήτων τους θα μπορέσουν οι κοινωνίες να επιβιώσουν σε εταιρική προοπτική, διατηρώντας και συνάμα υπερβαίνοντας τις διαφορές τους.

Ο δυτικότροπος σύγχρονος πολιτισμός οφείλει να αναλογιστεί τις γόνιμες επιμειξίες χάρη στις οποίες μπόρεσε επί μακρόν να ηγεμονεύσει στον πλανήτη. Η Ανατολή, η Αμερική, η Ωκεανία, «ανακαλυπτόμενες» από τους αδηφάγους Ευρωπαίους, έχασαν μέρος της αυθεντικότητάς τους αλλά και μπόλιασαν τους κατακτητές-κηδεμόνες τους: συνήθειες (διατροφικές και άλλες), τεχνικές, τρόποι διαβίωσης, δεξιότητες και δράσεις ενσωματώθηκαν στις «μείζονες» κουλτούρες και τις μετάλλαξαν αισθητά. Το πρώτο μέλημα της ανθρωπολογίας είναι να άρει αυτό το διαχωριστικό όριο ανάμεσα στις λεγόμενες ανώτερες και κατώτερες κουλτούρες, να εξαλείψει το στίγμα που αντιπαραθέτει ένα υπεροχικό «εμείς» στους «άλλους», οι οποίοι θεωρούνται πρωτόγονοι, υπανάπτυκτοι. Ακόμη και οι δύο γνωστοί ιστορικοί ουμανισμοί, πρεσβεύει ο Λεβί-Στρος, ο αναγεννησιακός, κλασικός, και ο αστικός ουμανισμός του 18ου και του 19ου αιώνα, υπήρξαν περιορισμένης ισχύος: ο μεν πρώτος εκτεινόταν κατά βάση στον μεσογειακό κόσμο και ήταν αριστοκρατικός, καθώς βασιζόταν στη διάκριση προνομιούχων και μη προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων· ο δε δεύτερος, συνυφασμένος με την έκρηξη της δημογραφικής ανάπτυξης, την υποστήριξη βιομηχανικών και εμπορικών συμφερόντων, εξαπλώθηκε κατά πολύ χωρογραφικά αλλά, ουσιαστικά, διατεινόμενος ότι τις αναγνωρίζει πλήρως, επιτάχυνε τη φθίνουσα πορεία αλλόφυλων, έκκεντρων κοινωνιών ή ομάδων που λειτουργούσαν εκτός δυτικών κανόνων και θεσμών. Ο σημερινός ουμανισμός θα είναι ανθρωπολογικός –ή δεν θα υπάρξει, λέει ο Λεβί-Στρος. Οι προηγούμενοι δεν κατάφεραν να αποτρέψουν τις καταστροφές σε οικουμενική κλίμακα, την εξαθλίωση, τον υποσιτισμό, την αλλοίωση και μόλυνση του φυσικού περιβάλλοντος. Η ανθρωπολογία εστιάζοντας στο «βέλτιστον της ποικιλότητας» διδάσκει στους πλούσιους και ισχυρούς πολιτισμούς το μάθημα της ταπεινοφροσύνης, του σεβασμού στις διαφορετικές αξίες, όσο και αν ξενίζουν ή σοκάρουν επειδή μοιάζουν ασύμβατες με τις γνώριμες.

Ο άνθρωπος παντού και πάντα ζει εν κοινωνία. Η μελέτη ανοίκειων κοινωνιών, εξωτικών και «απολίτιστων», εκ πρώτης όψεως «ψυχρών», ακίνητων δηλαδή επί μακρόν μέσα σε μια διάρκεια κυκλική και οιονεί αχρονική, μπορεί να συμβάλει εν μέρει στην κατανόηση μεγάλων προβλημάτων του σημερινού κόσμου, όπως π.χ. η σεξουαλικότητα ή η οικονομική ανάπτυξη. Οι τρόποι παραγωγής και διανομής των αγαθών, οι δομές συγγενείας, οι γαμικοί κανόνες, τα δίκτυα σχέσεων που προκύπτουν εξ αίματος ή εξ αγχιστείας και καθορίζουν τους δεσμούς με τους ανιόντες και τους κατιόντες, με δυο λόγια η εσωτερική συνοχή και οργάνωση αποτελούν σε κάθε κοινωνία ένα σύστημα του οποίου όλα τα στοιχεία, αλληλένδετα, συναρθρώνονται. H αντιμετώπιση της στειρότητας, έντονο πρόβλημα στις δυτικές κοινωνίες από τη στιγμή που αναζητήθηκαν τρόποι βοηθούμενης ή τεχνητής αναπαραγωγής, έστρεψαν και πάλι την προσοχή στις οικογενειακές σχέσεις: μέσω διαφόρων συνδυαστικών χειρισμών (δωρεά ωαρίου ή σπέρματος, ενοικίαση μήτρας, επιλογή σπερματοζωαρίων κ.λπ.) είναι δυνατή η γέννηση παιδιών με δύο πατέρες ή δύο μητέρες, επεκτείνεται το καθεστώς της παρένθετης μητέρας και περιπλέκεται ο ορισμός των βιολογικών και κοινωνικών γεννητόρων. Πρόκειται ωστόσο για ερωτήματα οικεία στους ανθρωπολόγους. Οι κοινωνίες που μελετούν μπορεί να αγνοούν τις σύγχρονες εργαστηριακές μεθόδους, έχουν όμως επινοήσει τρόπους εύρυθμης λειτουργίας του συστήματος μέσα σε πλαίσιο λογικής ταξινόμησης και γενεαλογικής ένταξης του καθενός στην οικογένεια, στενότερη και ευρύτερη. Προφανώς, εν προκειμένω δεν προτείνεται η υιοθέτηση εξωτικών αντιλήψεων και εθίμων· αυτή όμως η απομακρυσμένη εγγύτητα επισημαίνει πως ό,τι θεωρείται αδιανόητο ή και σκανδαλώδες σε μια κουλτούρα μπορεί να είναι αποδεκτό ή να χαρακτηρίζεται «φυσιολογικό» σε μια άλλη: η διαλλακτικότητα, ο σεβασμός των νοητικών αρχών που διέπουν κάθε κοινωνικό σχηματισμό ενδέχεται να δώσουν απρόσμενες και βιώσιμες λύσεις σε προβλήματα που μοιάζουν δυσεπισκόπητα.