Η ευρωπαϊκή ενοποίηση σηματοδοτεί πρωτίστως την ειρήνη στην ήπειρο που δοκιμάστηκε τόσο σκληρά στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Η ευρωπαϊκή ενοποιητική διαδικασία σημαίνει όμως και ένα πρότυπο ανάπτυξης μοναδικό στον κόσμο, που συνδυάζει (ή έως πρόσφατα συνδύαζε) πολιτικές αλληλεγγύης με αντικειμενικό σκοπό μια ανάπτυξη την οποία όλοι πρέπει να συμμεριζόμαστε.

Ποιος θα μπορούσε να είναι σήμερα ο αναστοχασμός πάνω στην ιστορική διακήρυξη της 9ης Μαΐου 1950, τη διακήρυξη του Ρομπέρ Σουμάν με την οποία μπήκαν τα θεμέλια της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑ) το 1951, της ΕΟΚ το 1957 και της σημερινής Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 (και από τον Ιούλιο, με την ένταξη της Κροατίας, των 28); Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την Ευρώπη χωρίς την Ευρωπαϊκή Ένωση. Εάν δεν είχε ξεκινήσει η ενοποίηση, η οικονομική ανάπτυξη της ηπείρου θα είχε προχωρήσει με πολύ πιο αργούς ρυθμούς. Δεν θα υπήρχε ενιαία πολιτική ανταγωνισμού, ενιαία αγορά ή ενιαίο νόμισμα. Οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των χωρών της Ευρώπης θα ήταν μικρότερες και θα υπήρχε μεγαλύτερη μακροοικονομική αστάθεια. Το μεγάλο επίτευγμα της ΕΕ είναι η εδραίωση του «κράτους πρόνοιας» και του «κράτους των υπηρεσιών» που σκοπό έχει να υπηρετεί τους πολίτες, όχι να τους εξουσιάζει.

Τι εξυπηρετεί όμως σήμερα η ΕΕ, και ποιο είναι το μέλλον της; Τι έχει ήδη επιτευχθεί προς όφελος των πολιτών της και ποιες νέες προκλήσεις αντιμετωπίζει σήμερα; Όσο διευρύνεται, ποιες αλλαγές και καινοτομίες πρέπει να προωθήσει η ΕΕ; Σε περίοδο παγκοσμιοποίησης, μπορεί η Ένωση να ανταγωνισθεί με επιτυχία άλλες μεγάλες οικονομίες; Μπορεί να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια σκηνή; Θα βαδίσει τελικά η ΕΕ προς το σχήμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, όπως υποστηρίζει εύστοχα ο πρώην πρωθυπουργός του Βελγίου Γκι Βερχόφσταντ, ή στο τέλος θα παραμείνει ένα πλαίσιο συνεργασίας και ανταγωνισμού ανάμεσα σε διαφορετικά κράτη, τα οποία απλώς θα συμμετέχουν στο ίδιο οικοδόμημα;

Ποιες είναι σήμερα οι προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών-μελών της για τα επόμενα πενήντα χρόνια; Προφανώς, μεταξύ άλλων, είναι και η δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας, ο εκσυγχρονισμός του κράτους πρόνοιας που είναι ζήτημα κυρίως κρατικό, καθώς και η επένδυση στις νέες τεχνολογίες και στην παραγωγή νέων ιδεών.

Όσο για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση δεν μπορεί πλέον να προχωρά στηριζόμενη στο ένα πόδι, το νομισματικό – αυτό θα ήταν αντίθετο και προς το πνεύμα των Συνθηκών. Εξάλλου, από την απουσία στενού συντονισμού των εθνικών οικονομικών πολιτικών, προέρχονται το έλλειμμα στην ανάπτυξη και η έλλειψη θέσεων απασχόλησης, τονίζει ο Ζακ Ντελόρ, ο οποίος μας υπενθυμίζει ότι ο κοινωνικός διάλογος που είχε εγκαινιάσει ο ίδιος το 1985 σήμερα έχει καταντήσει ρουτίνα. Δεν γεννά νέες εγγυήσεις, δεν ασκεί πιέσεις σε εκείνους που παίρνουν τις αποφάσεις ώστε να προχωρήσουν σε μια αειφόρο και αλληλέγγυα ανάπτυξη.

Σήμερα, η «έλλειψη» της Ευρώπης σημαίνει την «υποχώρηση» της Ευρώπης. Η Ευρώπη «σαν κενός χώρος» είναι η πραγματική παγίδα που η ίδια η Γηραιά Ήπειρος κινδυνεύει να στήσει στον εαυτό της.

Θα μπορέσει άραγε η ΕΕ να λειτουργήσει τις επόμενες δεκαετίες επιτρέποντας τον καθορισμό του ευρωπαϊκού συμφέροντος πέρα από τις εθνικές διαιρέσεις και εξασφαλίζοντας τα μέσα δράσης. Η ομοσπονδιακή μέθοδος της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν θα μας οδηγήσει άμεσα στη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης. Θα μας επιτρέψει όμως να δουλέψουμε με το τρίγωνο των ευρωπαϊκών θεσμών, την Επιτροπή ως έκφραση του κοινοτικού συμφέροντος, το Συμβούλιο Υπουργών ως εκφραστή των εθνικών συμφερόντων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως έκφραση των λαών.

Τα τελευταία χρόνια, οι ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται ότι δεν άκουσαν προσεκτικά όσα οι πολίτες προσπάθησαν να πουν. Επιπλέον, όπως έχει υποστηρίξει και ο Βρετανός ιστορικός Tίμοθι Γκάρτον Aς, οι ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες απέτυχαν να αφηγηθούν την ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως μια ιστορία διάδοσης της ελευθερίας. Η πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι αν θα μπορέσει να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του 21ου αιώνα και να συνδιαμορφώσει τη νέα ατζέντα της διεθνούς πολιτικής και των διατλαντικών σχέσεων.

Όπως φάνηκε στην έως σήμερα πορεία της ενοποίησης, η Ευρώπη επιβεβαιώνει την αξία της μόνον όταν επιδεικνύει την ικανότητά της να απαντά στις προκλήσεις της Ιστορίας.

* Ο Σωτήρης Ντάλης διδάσκει διεθνείς σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του, «Η ΕΕ και η πολυμερής διαχείριση της παγκοσμιοποίησης» (Παπαζήση)