Επικίνδυνοι χημικοί ρύποι, οι οποίοι προέρχονται από πόλεις όπως το Κατμαντού, επισωρεύονται στα Ιμαλάια και στο Θιβέτ εγκυμονώντας κινδύνους για το οικοσύστημα, όπως έδειξε εμπεριστατωμένη έρευνα που διενεργήθηκε από επιστήμονες του Ινστιτούτου Ερευνας του Οροπεδίου του Θιβέτ στο Πεκίνο.

Ο δρ Χου Μπαϊκίνγκ και οι συνεργάτες του διαπίστωσαν την ύπαρξη των λεγόμενων επίμονων οργανικών ρύπων που αποτελούν συστατικά τα οποία έχουν ως βάση τον άνθρακα και δεν είναι εύκολο να διασπαστούν.

Ορισμένοι από αυτούς τους ρύπους προέρχονται από την καύση ορυκτών καυσίμων ή τη διαδικασία επεξεργασίας ηλεκτρονικών αποβλήτων. Προέρχονται επίσης από τη χρήση παρασιτοκτόνων, φυτοκτόνων ή κατά τη διαδικασία παρασκευής διαλυτών, πλαστικών και φαρμακευτικών ουσιών.

Ο δρ Χου λέει ότι οι πολύ επίμονοι ρύποι είναι πτητικοί, αδιάλυτοι και μπορούν να διανύσουν μεγάλες αποστάσεις. Εχουν την τάση να εξατμίζονται σε ζεστά μέρη, να εκμεταλλεύονται τα ρεύματα του αέρα και να συγκεντρώνονται σε περιοχές με χαμηλή θερμοκρασία.

Οι ειδικοί έλαβαν δείγματα από αέρα και έδαφος σε 16 περιοχές και διενήργησαν μετεωρολογικές μετρήσεις ώστε να ιχνηλατήσουν τους τρόπους μεταφοράς των ρύπων. Διαπίστωσαν ότι στο δυτικό τμήμα του Οροπεδίου του Θιβέτ οι ρύποι μεταφέρονταν από δυτικούς ανέμους προερχομένους από την Ευρώπη και την Αφρική.

Στις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές οι ρύποι μεταφέρονταν από τους μουσώνες της Ινδίας. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι μεγάλες ποσότητες ρύπων είχαν συσσωρευθεί στο έδαφος, στα δέντρα, στα φυτά, αλλά και σε ψάρια του γλυκού νερού στα Ιμαλάια και στο οροπέδιο του Θιβέτ. Οι ρύποι αυτοί, οι οποίοι δεν είναι βιοδιασπώμενοι, περνούν στην τροφική αλυσίδα και εκτός των άλλων μπορούν να βλάψουν τους ανθρώπους που τρέφονται με ψάρια και κρέας, λένε οι ερευνητές.