Η συγγραφέας επιλέγει καίριους στίχους του Τάσου Λειβαδίτη, ως τίτλους των κεφαλαίων της: Πάντα γίνεται ένα έγκλημα εκεί που δεν συμβαίνει τίποτα, Ο κόσμος μόνο όταν τον μοιράζεσαι υπάρχει, Αλίμονο αν μαθαίναμε όσα μας έχουνε συμβεί, Μόνον όποιος φεύγει ξαναβρήκε την πατρίδα, Θα έσωζα την ανθρωπότητα αλλά πώς;

Λέει η Ελλη Φιλοκύπρου: «Γεμάτοι τύψεις είτε επειδή, αντίθετα με πολλούς συναγωνιστές τους, επέζησαν είτε επειδή λάθεψαν είτε επειδή δεν τα δώσανε όλα, ο ποιητής και οι σύντροφοί του παρουσιάζονται πολλές φορές στο έργο του Λειβαδίτη ως δράστες ή ως μάρτυρες κάποιου εγκλήματος. Ενοχοι ή αναπόδεικτα αθώοι, υφίστανται μια ανελέητη δίωξη από απρόσωπους άλλους, συλλαμβάνονται, εκτελούνται ή δραπετεύουν, κρίνουν τον εαυτό τους απηνώς ή απορούν σε τι έφταιξαν. Οι βεβαιότητες των πρώτων χρόνων υποχωρούν γρήγορα: αν το 1952, στο Μάχη στην άκρη της νύχτας, ο ποιητής απευθύνεται στους κατόχους της εξουσίας χαρακτηρίζοντάς τους δήμιους και προειδοποιώντας τους για την τιμωρία που τους περιμένει («Για σας μιλάμε / δήμιοι του ήλιου / εχθροί του ψωμιού / δε σας σώζει τίποτα / μια μέρα οι αρβύλες μας / θα συντρίψουν τα κόκκαλά σας»), πέντε χρόνια αργότερα, στη Συμφωνία αρ. Ι, γράφει:

«Κι εσύ, παλιέ μου, χαμένε σύντροφε, η σφαίρα που σε πήρε, σκέφτομαι απόψείσως να ‘ταν σοφή, και σε προφύλαξεαπ’ τον αυριανό εαυτό σου». […]

Ο εχθρός δεν είναι πια απέναντι, δεν είναι μόνο ο δεσμοφύλακας ή ο εντολέας του δήμιου· ενεδρεύει και στα πιο αγαπημένα πρόσωπα, καθώς και στον ίδιο τον εαυτό που πρόδωσε την ιστορική του μοίρα ή την προσωπική του ζωή».

Οσο για τη μνήμη… Στο κείμενο «Εις μνήμην», ο ποιητής γράφει: «Οι λέξεις θα ‘χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο, αλλά δεν θα ‘χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν -και μόνον εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: «σύντροφοι», σαν ν’ απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή… Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο -με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις».