Πραγματοποιείται κάθε χρόνο από το 2005. Η φετινή του διοργάνωση μάλιστα, βρίσκεται ήδη στην τρίτη ημέρα προβολών.

Και όμως το Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Επιστημονικής Φαντασίας και Φανταστικού Αθήνας, αν και αγαπητό στους γνώστες, θεωρείται από τους πολλούς, κάτι που αφορά στους λίγους.

Ο διευθυντής του, Αλέκος Παπαδόπουλος, μας καλωσορίζει στον κόσμο του και ξεκαθαρίζει μερικές παρεξηγήσεις.

Στην πραγματικότητα, το κινηματογραφικό φεστιβάλ που διοργανώνεται από την ΑΛΕΦ, την Αθηναϊκή Λέσχη Επιστημονικής Φαντασίας, είναι ένα φεστιβάλ συνεπές και πιστό σε αυτούς που το περιμένουν κάθε χρόνο.

Η φετινή μάλιστα διοργάνωση, όγδοη στη σειρά, άκουσε την σφυρίχτρα της έναρξης την Τετάρτη 10 Απριλίου και για μία εβδομάδα, πραγματοποιείται όχι μόνο στον σχεδόν καθιερωμένο τόπο συνάντησης, τον κινηματογράφο «Μικρόκοσμος-Filmcenter» στη λεωφόρο Συγγρού, αλλά και στον «Τιτάνια-Cinemax» στην Ομόνοια.

Οι αίθουσες προβολής έγιναν δύο ήδη από πέρσι, λόγω της αυξανόμενης προσέλευσης του κοινού.

Η ολοένα θερμότερη ζήτηση για το είδος που υπηρετεί, ήταν μάλλον και οι λόγοι της δημιουργίας του, ήδη από την εποχή που μερικοί αμετανόητοι «σπασίκλες», το είχαν στο μυαλό τους, έστω σαν όνειρο.

«Γεννημένη το 1998, η ΑΛΕΦ, τα κατάφερνε αρκετά καλά, παρόλο που από τη φύση της, οι δραστηριότητές της δεν μπορούσαν να απευθυνθούν σε μαζικό κοινό», εξηγεί ο διευθυντής του Φεστιβάλ, Αλέκος Παπαδόπουλος.

«Το 2005 λοιπόν, νιώσαμε ότι θα θέλαμε να βρούμε μια δίοδο για να ανοίξουμε τις δραστηριότητές μας, μια φόρμα για να προσκαλούμε ανθρώπους που μπορεί να μην είχαν το ίδιο ενδιαφέρον με εμάς, αλλά που θα ήθελαν πρόσβαση στις τέχνες του φανταστικού».

Εκείνη την περίοδο, η ομάδα είχε συγκεντρώσει και κάποιες ελληνικές ταινίες μικρού μήκους με θεματολογία από το χώρο του φανταστικού –ναι, υπάρχουν αρκετές τέτοιες- για τις οποίες είχε διοργανώσει καλοκαιρινές, μεταμεσονύκτιες προβολές στο «Τριανόν».

«Δεν είχαν έρθει μόνο τα μέλη της Λέσχης», θυμάται ο Αλέκος. «Για αυτό και χωρίς να το φιλοσοφήσουμε, αισθανθήκαμε ότι χρειαζόταν κάτι μεγαλύτερο. Η πρώτη διοργάνωση περιείχε μόνο ελληνικά φιλμ μικρού μήκους. Πήγε καλά, την χαρήκαμε, θέλαμε κι άλλο. Γιατί να μην παίξουμε και ταινίες από όλο τον κόσμο; -σκεφτήκαμε. Γιατί να μην βάλουμε και ταινίες μεγάλου μήκους; -είπαμε αργότερα. Και τα υπόλοιπα, είναι ιστορία».

Μια «ιστορία», που πλέον μπορεί να περηφανεύεται για διπλάσιες avant-premières σε σχέση με τις άλλες χρονιές.

Οπως το γαλλικό «Dead Shadows», σε σκηνοθεσία του Ντέιβιντ Κόλεβα, που επιχειρεί να επαναπροσδιορίσει το λεγόμενο «creature horror» είδος, αντλώντας έμπνευση από την μυθολογία του Χ. Φ. Λάβκραφτ και τον ιταλό κομίστα Πάολο Σερπιέρι, δημιουργό της πληθωρικής Druuna. Ή το «The Host» («Το σώμα»), από τη συγγραφέα του «Twilight Saga» Στέφανι Μέγιερ, σε σκηνοθεσία του Άντριου Νίκολ, ο οποίος με ταινίες όπως το «Gattaca» και «The Truman Show», θεωρείται για τους γνώστες, ένας από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς του φανταστικού στο Χόλιγουντ.

Μιλώντας βέβαια για τη σχέση Χόλιγουντ και φανταστικού, υπάρχει και κάτι που πρέπει να διευκρινιστεί. «Ειδικά από τον “Πόλεμο των Άστρων” το ’77 και έπειτα, επικράτησε η εμπορική πλευρά της επιστημονικής φαντασίας», λέει ο Αλέκος. «Ο Τζορτζ Λούκας δεν έβρισκε αρχικά λεφτά για την ταινία, γιατί τότε, κανείς δεν πίστευε ότι ένα ωραίο παραμύθι, σε ένα μέλλον τελείως αποκομμένο από την τρέχουσα κατάσταση της ανθρωπότητας, θα έκανε τόση επιτυχία.

Όταν όμως συνέβη, το Χόλιγουντ έκρινε ότι στο εξής, επιστημονική φαντασία θα σημαίνει κυρίως ταινίες που βασίζονται στα εφέ, απλές στον προβληματισμό τους, καθαρά ψυχαγωγικές. Είναι κατανοητό αυτό για έναν εμπορικό μηχανισμό. Τελικά όμως, αυτές οι ταινίες παίζονται και στην τηλεόραση. Και η εντύπωση που συσσωρεύει η πλειονότητα του κοινού για το σινεμά της επιστημονικής φαντασίας, περιορίζεται δυστυχώς σε αυτό που λέμε διαστημικό γουέστερν».

Το γενικότερο στοίχημα του Φεστιβάλ λοιπόν, είναι σύμφωνα με τον Αλέκο απλό: «Στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα, με πολλά πράγματα να μετασχηματίζονται με τρόπους που κανείς δεν ξέρει που θα καταλήξουν, εμείς θεωρούμε ότι το καλύτερο “όπλο”, είναι η φαντασία.

Όχι για να δραπετεύσεις ή να απομακρυνθείς. Ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπίσεις καταστάσεις άγνωστες, είναι να έχεις έμπνευση, να φανταστείς κάτι καινούριο. Το να προσπαθείς να επιστρέψεις σε αυτά που ήξερες, είναι συνταγή αποτυχίας.

Το μόνο που θέλουμε, είναι να προκαλούμε και να διεγείρουμε τη φαντασία του θεατή. Να δει τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Είτε με μια ταινία που έχει χιούμορ και είναι ελαφριά, είτε με μία δραματική, σκληρή ή καταθλιπτική. Που σε κάθε περίπτωση, θα δίνει ένα διαφορετικό φίλτρο θέασης της πραγματικότητας -κάτι πιο επίκαιρο από ποτέ».

Και τι σόι ταινίες είναι αυτές τέλος πάντων; Ζητώντας από το διευθυντή του Φεστιβάλ μερικές προτάσεις, εκείνος επιφυλάσσεται λόγω θέσης, δίνει όμως κάποιες μυστικές πληροφορίες.

Το «Μπαϊκονούρ» του Βέιτ Χέλμερ (για έναν νεαρό κάτοικο του παλιού σοβιετικού διαστημιοδρόμιου, που ονειρεύεται να γίνει κοσμοναύτης και καλείται να σώσει μια γαλλίδα τουρίστρια μετά το διαστημικό της ταξίδι), «περιέχει σκηνές που το ελληνικό κοινό δεν έχει ξαναδεί». Το ασπρόμαυρο «Shuffle» («Η τράπουλα του χρόνου») του Κερτ Κουένε (για ένα φωτογράφο που κάθε φορά ξυπνάει και σε μια διαφορετική περίοδο της ζωής του), είναι «μια φρέσκια και εμπνευσμένη απόπειρα ανανέωσης του σινεμά του Φρανκ Κάπρα, απολαυστική και με νεύρο».

Ενώ το «The last push» («Η τελική ώθηση») του Έρικ Χέιντεν (για το ανθρώπινο πείσμα, το σθένος και την επιμονή που απαιτεί η έξοδος στο διάστημα), «εντάσσεται στην παράδοση του “The Moon” του Ντάνκαν Τζόουνς, γιου του Ντέιβιντ Μπάουι και στην εκ νέου ανακάλυψη από το κοινό, της γοητευτικά ρεαλιστικής επιστημονικής φαντασίας του διαστήματος».

Υπάρχουν βέβαια και κάποιες ελληνικές συμμετοχές. Το «Kame Koummado» του Μανόλη Δαμιανάκη, που παρακολουθεί ένα στρατιώτη από το μέλλον (ο τίτλος της ταινίας είναι το όνομά του), να αναζητά στο παρόν, είτε τους υπόλοιπους της ομάδας του είτε τις πληγές της ελληνικής κοινωνίας, έχει ήδη αποσπάσει τόσο καλές όσο και κακές κριτικές.

Θα δούμε επίσης και τέσσερις μικρού μήκους ελληνικές συμμετοχές -και πάλι καλά να λέμε. «Νομίζω ότι ο ελληνικός κινηματογράφος», εξηγεί ο Αλέκος ερωτώμενος σχετικά, «είτε δεν ενδιαφέρεται για την επιστημονική φαντασία και το φανταστικό, είτε τα σνομπάρει.

Κρίνω φυσικά εκ του αποτελέσματος, έχω την αίσθηση όμως ότι του ταιριάζουν περισσότερο οι ρεαλιστικές αφηγήσεις. Χοντροκομμένα, νομίζω ότι ασχολείται με δύο πράγματα: την αναψηλάφηση του παρελθόντος και την υπαρξιακή αγωνία του σύγχρονου ανθρώπου. Πολύ σημαντικά θέματα, αλλά που δεν αναπτύσσουν τον προβληματισμό που αναπτύσσει το φανταστικό και η επιστημονική φαντασία».

Τη στιγμή μάλιστα που ειδικά οι μικρού μήκους ταινίες, θεωρητικά εύκολες στην παραγωγή τους, είναι σημαντικό κεφάλαιο στο χώρο που υπηρετεί το Φεστιβάλ: «Ό,τι συμβαίνει δηλαδή και με τη λογοτεχνία του φανταστικού. Ό,τι συμβαίνει και με τη ροκ μουσική, που την ιστορία της, την έχουν γράψει τα 45άρια. Υπάρχουν και οι σημαντικοί μεγάλοι δίσκοι, αντίστοιχοι των ταινιών μεγάλου μήκους ή των μυθιστορημάτων, αλλά αυτό που συγκίνησε, ήταν το τραγούδι κάποιου άλμπουμ, που “έπιασε” πολύ κόσμο. Στην επιστημονική φαντασία, έχουμε αριστουργήματα πέντε σελίδων ή δέκα λεπτών. Γιατί σου αρκεί μια ιδέα για να ανατρέψεις τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τον κόσμο. Έστω και μια μικρή, που να αλλάζει τους φυσικούς ή κοινωνικούς νόμους ή που να διηγείται μια παράλληλη πραγματικότητα. Που να κάνει τον αναγνώστη ή τον θεατή να αισθανθεί κάτι διαφορετικό, χωρίς μάλιστα να του περιγράψει τι βλέπει με τα νέα γυαλιά που του προσφέρει Τον αφήνει να τα δει μόνος του».

Με όλα αυτά λοιπόν στο μυαλό και στο καταστατικό του, το 8ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Επιστημονικής Φαντασίας και Φανταστικού της Αθήνας, γνωρίζοντας ότι κάποιοι θεατές δεν αρέσκονται στις μικρού μήκους γενικά («τους προσκαλώ να δοκιμάσουν τις δικές μας», λέει ο διευθυντής του), προσαρμόζει το ημερήσιο εισιτήριό του στις ανάγκες των καιρών (5 ευρώ δεν είναι πολλά), υποτιτλίζει τα πάντα στα ελληνικά, προβάλλει ταινίες παλιότερων διοργανώσεών του για εκείνους που τις έχασαν ή θέλουν να τις ξαναδούν, κερνάει το κοινό του αψέντι («το ποτό της φαντασίας») και επιμένει στη θέση ότι τα αγαπημένα του λογοτεχνικά και κινηματογραφικά είδη, δεν είναι μόνο για διασκέδαση ή ανεύθυνη απόδραση από την πραγματικότητα.

Γιατί αντίθετα με όσα γράφονταν συνήθως πριν το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η επιστήμη κατακτούσε το ένα μέτωπο μετά το άλλο, όταν ο άνθρωπος αισθανόταν ότι την ελέγχει και η επιστημονική φαντασία είχε κυρίως μια φωτεινή διάθεση να καταγράψει μελλοντικά επιτεύγματα, κάποια στιγμή άρχισε να στέλνει και προειδοποιήσεις. «Ήταν για παράδειγμα ο “Θαυμαστός καινούριος κόσμος” του Χάξλεϊ ή το “1984” του Όργουελ», λέει ο Αλέκος.

«Η ανθρωπότητα άρχιζε να δείχνει την άγρια πλευρά της και η επιστημονική φαντασία, να λειτουργεί όλο και περισσότερο σαν το “καμπανάκι” της ανθρωπότητας. Πλέον αφουγκράζεται το σήμερα και προσπαθεί να διαισθανθεί το πού μπορεί να βαδίζουμε. Να ψηλαφίσει τις συνέπειες πραγμάτων που είναι σε εμβρυακό στάδιο, προκειμένου να συνειδητοποιήσουμε τι συμβαίνει γύρω μας. Να επαγρυπνεί για κάτι που μπορεί να μοιάζει εντυπωσιακό επίτευγμα, αλλά ίσως οδηγεί κάπου αλλού, καθόλου ευχάριστα».

Info

8ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Επιστημονικής Φαντασίας και Φανταστικού Αθήνας

10-17 Απριλίου

Μικρόκοσμος-Filmcenter (Λεωφ. Συγγρού 106, 11741, Φιξ – Αθήνα, +302109215305)

Τιτάνια Cinemax (Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους 5, +30 210 3811147)

Ημερήσιο εισιτήριο: 5 ευρώ

Περισσότερες πληροφορίες: http://sffrated.wordpress.com/