Στη δωδεκαετία 1961-1973 μετανάστευσαν στη Γερμανία (μόνο από την ενδοχώρα της Βόρειας Ελλάδας) περί τα δύο εκατομμύρια Ελληνες.

Το προφίλ του προ 50ετίας έλληνα μετανάστη ήταν: άνδρας (στη συνέχεια ακολουθούσε η γυναίκα – αδελφή, σύζυγος, κόρη κ.λπ.), ηλικίας 20 – 40 ετών, απόφοιτος δημοτικού σχολείου, αγρότης ή απλώς ανειδίκευτος εργάτης και … κυρίως υγιής (ώστε ο εργοδότης και η χώρα υποδοχής να μην «χρεωθεί» τα όποια έξοδα περίθαλψης και νοσηλείας του).

Οι γερμανικές επιτροπές μετανάστευσης εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες ελληνικές πόλεις και σε συνεργασία με ειδικούς γιατρούς επέλεγαν το νέο εργατικό δυναμικό για τη στελέχωση των βιομηχανιών και την επανασύσταση της εθνικής οικονομίας της Γερμανίας – λίγα χρόνια μετά την πολιτική και οικονομική της κατάρρευση.

Μόνο τη διετία 2009 – 2011, οι Έλληνες που μετανάστευσαν σε χώρες κυρίως της δυτικής και βόρειας Ευρώπης και της Αμερικής ξεπερνούν (σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις και άτυπες καταγραφές) τις 120.000.

Το – υπό διαμόρφωση – προφίλ του σύγχρονου Έλληνα μετανάστη είναι πλέον διαφορετικό: άνδρας (σε ποσοστό 60-70%), ηλικίας 30 – 40 ετών (συχνά πολύ μεγαλύτερος), απόφοιτος (σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%) ελληνικών η ξένων πανεπιστημίων, κάτοχος μεταπτυχιακών ή διδακτορικών τίτλων, γόνος μεσοαστικής ή μεγαλοαστικής οικογένειας.

Η χώρα υποδοχής δεν είναι πλέον η όποια κεντροευρωπαϊκή υπό βιομηχανική ανάπτυξη, αλλά η χώρα των σπουδών του μετανάστη και κυρίως οι αγγλόφωνες χώρες (ΗΠΑ, Βρετανία και κεντρική Ευρώπη).

Οι αγρότες – ανειδίκευτοι εργάτες είναι τώρα μηχανικοί, τεχνικοί ηλεκτρονικών υπολογιστών και γιατροί.

Ολα αυτά παρουσιάστηκαν στη χθεσινή ημερίδα με τίτλο:«Η μετανάστευση τότε … η μετανάστευση τώρα» που διοργάνωσε στον Πύργο της Παιδαγωγικής Σχολής του ΑΠΘ η κοσμητεία της εν λόγω Σχολής σε συνεργασία με το πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης και τον Ελληνογερμανικό Πολιτιστικό Σύλλογο «Dialogos».

Οπως ειπώθηκε οι γερμανικές επιτροπές μετανάστευσης δεν υπάρχουν πια.

Τη θέση τους πήραν τα ηλεκτρονικά ευρωπαϊκά portal για την εύρεση εργασίας επιστημόνων από τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου στις αναπτυγμένες χώρες εισδοχής.

Οι συνθήκες δεν είναι ίδιες.

Σήμερα δεν γράφονται τραγούδια της «ξενιτιάς», οι μετανάστες δεν φτάνουν στον «σταθμό του Μονάχου», αλλά στο αεροδρόμιο του Χίθροου ή της Φρανκφούρτης, ο «άλλος» δεν είναι πια ο «ξένος» – «φρόντισε» το διαδίκτυο αλλά και τα ταξίδια των Ελλήνων από νεαρή ηλικία στο εξωτερικό – και η επικοινωνία με την ελληνική οικογένεια που παραμένει πίσω γίνεται με το skype ή έστω το τηλέφωνο, που δεν στοιχίζει πλέον 55 δολάρια ανά τρίλεπτο, όπως στη δεκαετία του ’50 στην Αμερική.

Εισηγητές στην ημερίδα ήταν οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Λόης Λαμπριανίδης και Γιώργος Τσιάκαλος του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, ενώ τη συζήτηση συντόνισε η καθηγήτρια – διευθύντρια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ Δήμητρα Κογκίδου.

Με αναλυτικές αναφορές και στοιχεία πρόσφατων ερευνών – πολλά από τα οποία συμπεριλαμβάνονται στην πρόσφατη μελέτη του, με τίτλο «Επενδύοντας στη φυγή» ο καθηγητής Λόης Λαμπριανίδης περιέγραψε ως αίτια της σύγχρονης «φυγής» των Ελλήνων επιστημόνων την «πλασματική», όπως είπε, «υπερπροσφορά πτυχιούχων στην Ελλάδα» (κατέθεσε, μάλιστα, στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία δεν είναι – ποσοστιαία – μεγαλύτερη από άλλες χώρες της Ευρώπης), τη χαμηλή ζήτηση στην Ελλάδα πτυχιούχων, τη μείωση των μισθών, την αμφίσημη στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στη γνώση και τελικά το «λανθασμένο αναπτυξιακό μοντέλο» που ακολουθεί η χώρα.

Τον Ελβετό λογοτέχνη και θεατρικό συγγραφέα Μαξ Φρις «Ζητήσαμε εργατικά χέρια αλλά μας ήρθαν … άνθρωποι» επικαλέστηκε στην απόλυτα ανθρωποκεντρική προσέγγιση της έννοιας της μετανάστευσης, στην εισήγησή του, με τίτλο «Από την ‘ευλογία Θεού’ και το ‘φιλοτάξιδον του Έλληνος’ στην ‘κινητικότητα του εργατικού δυναμικού» ο Γιώργος Τσιάκαλος, καθηγητής του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του ΑΠΘ.

Ανασύροντας προσωπικές μνήμες (παιδί μεταναστών ο ίδιος και με πολυετείς σπουδές στη Γερμανία) από την ιστορία μετανάστευσης της οικογένειας (πρώτος έφυγε ο νεαρός αδελφός, ο πατέρας αρχικά απορρίφθηκε γιατί … τού έλειπαν δυο δόντια και έφυγε τελικά όταν τα «έφτιαξε στην Ελλάδα» για να μην «ξοδέψει» το γερμανικό κράτος πρόνοιας…), ο κ. Τσιάκαλος επικέντρωσε την εισήγησή του στην ανάγκη επένδυσης των σύγχρονων κοινωνιών στην «οικονομία της γνώσης και της παιδείας».

«Η Γερμανία, με τη βοήθεια της Αμερικής (Σχέδιο Μάρσαλ) και παραγραφή άλλων μεταπολεμικών χρεών της επιχείρησε πριν από 52 χρόνια το περίφημο -γερμανικό οικονομικό θαύμα- μεταφέροντας, για τηνυλοποίησήτου, εργάτες από τις φτωχές χώρες του νότου (Ιταλία, Ισπανία, Ελλάδα). Τότε, στην Ελλάδα τα χρήματα από το Σχέδιο Μάρσαλ ‘επενδύθηκαν’ στην ενίσχυση του στρατού στον εμφύλιο πόλεμο … Λίγα χρόνια αργότερα, εκατομμύρια Έλληνες έφυγαν σε μια αναγκαστική ξενιτιά και με το ‘χρυσωμένο χάπι’ πως η μετανάστευση είναι ευλογία Θεού. Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Επρόκειτο απλώς για το σχέδιο άνισης ανάπτυξης των χωρών και τη συσσώρευση κεφαλαίων στις χώρες του βορρά. Οι μετανάστες όπου, όποιοι κι όποτε κι αν πάνε πολλαπλασιάζουν τον πλούτο της χώρας εισδοχής τους» υπογράμμισε ο κ. Τσιάκαλος αντιπαραβάλλοντας την «αντιστοιχία» με τη σύγχρονη μετανάστευση και εντοπίζοντας ως μόνη διαφορά πως «σήμερα, οι Έλληνες μετανάστες δεν είναι πλέον … άλογα να τους κοιτάζουν στα δόντια. Τώρα, στο μυαλό είναι ο στόχος».