Εχει καταγραφεί στη συλλογική μνήμη ως ο διασημότερος εραστής όλων των εποχών. Ομως οι γάλλοι εκδότες μιας νέας, αποκατεστημένης εκδοχής των απομνημονευμάτων του ισχυρίζονται ότι η αλήθεια για τον διαβόητο δανδή ήταν αρκετά πιο περίπλοκη.
Κουρασμένος και εξόριστος στα πευκοδάση της επαρχιακής Βοημίας, μακριά από τις πόλεις και τις γυναίκες που αγάπησε αλλά και εγκατέλειψε, ο Τζάκομο Καζανόβα πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του γράφοντας τα απομνημονεύματά του. Η Βενετία που τον ανέθρεψε δεν υπήρχε πια. Το Παρίσι που τον γοήτευσε άλλαζε με τρόπο επαναστατικό. Το γράψιμο, όπως ο ίδιος σημείωνε στον πρόλογό του, ήταν «το μόνο φάρμακο που μπορούσα να σκεφτώ για να κρατηθώ μακριά από την τρέλα ή τον θάνατο από θλίψη». Το κατάφερε; Το βιβλίο «Histoire de ma vie» (Ιστορία της ζωής μου), δημοσιευμένο τελικά δύο δεκαετίες μετά τον θάνατό του το 1798, θα εξασφάλιζε τουλάχιστον ότι ο άνδρας που ταυτίστηκε με τις «μουρνταριές» κάθε είδους δεν θα χανόταν στη θάλασσα της λήθης. Την εμβέλεια, ωστόσο, και τις αποχρώσεις των σεξουαλικών ανδραγαθημάτων του φαίνεται πως κάλυπτε για πολύ καιρό ένα πέπλο, ριγμένο αφενός από τον γερμανικό πουριτανισμό και αφετέρου από αυτό που σύγχρονοι ερευνητές περιγράφουν σαν απρόσεκτη, σχεδόν ελαττωματική μεταγραφή των απομνημονευμάτων του.
Μια νέα, τετράτομη έκδοση από τον γαλλικό οίκο Λαφόντ, προγραμματισμένη για τα τέλη Απριλίου, φιλοδοξεί τώρα να παρουσιάσει τον Καζανόβα σε όλη του τη σύνθετη δόξα. Είναι βασισμένη και αυτή στο αυθεντικό χειρόγραφο των περίπου 3.600 σελίδων που απέκτησε το 2010 η γαλλική Εθνική Βιβλιοθήκη έναντι 7,5 εκατ. ευρώ από έναν ανώνυμο δωρητή. Σύμφωνα όμως με τον Ζαν-Κριστόφ Ιγκαλένς, λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Νίκαιας και ειδικό στα της ζωής του ιταλού εραστή, η καινούργια έκδοση, στην οποία είναι συνεπιμελητής, παρουσιάζει τον διαβόητο ιερέα της ασωτίας ως «έναν χαρακτήρα πολύ πιο περίπλοκο από το στερεότυπο, την καρικατούρα που όλοι γνώρισαν. Αγαπούσε τις γυναίκες με τις οποίες σχετιζόταν. Δεν ήταν απλώς ένας επιπόλαιος χαρακτήρας που τις παρέσυρε στο κρεβάτι και τις άφηνε εκεί. Ανέπτυσσε βαθιές σχέσεις μαζί τους. Ηταν ικανός να αλλάζει το όνομά του, να αλλάζει χώρα, να ανακαλύπτει εκ νέου την ύπαρξη και τη μοίρα του. Και η ιδέα τού να μην ενδίδεις στο πεπρωμένο σου είναι κάτι που αφορά τον σύγχρονο αναγνώστη».
Οπως και να ‘χει, 23 χρόνια μετά τον θάνατο του Καζανόβα το χειρόγραφο των απομνημονευμάτων του πουλήθηκε από τον ανιψιό του σε έναν γερμανό εκδότη που ενδιαφερόταν για τους ιταλούς συγγραφείς του 18ου αιώνα. Το ενδιαφέρον, βέβαια, δεν αποδείχθηκε τόσο δυνατό ώστε ο Φρίντριχ Αρνολντ Μπρόκχαους να θεωρήσει δημοσιεύσιμο ένα χειρόγραφο γεμάτο ανηθικότητες που είχε γραφεί στα γαλλικά και μόνο διανθισμένο ήταν με ιταλικές λέξεις ή φράσεις. Εκδόθηκε μόνο αφού υπέστη μια μικρή γενική εκκαθάριση, η οποία όμως περιλάμβανε ακόμη και παραλείψεις ολόκληρων αποσπασμάτων. Εστω και έτσι, γάλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, όπως ο Σταντάλ ή ο Αλφρέντ ντε Μισέ, ανακάλυψαν και εκτίμησαν στο κείμενο ένα ηθικό πρόταγμα λιγότερο περιοριστικό και κατασταλτικό από της εποχής τους.

Εναλλακτικές εκδοχές

Το αυθεντικό χειρόγραφο, πάντως, κόντεψε να χαθεί για πάντα όταν τα γραφεία του Μπρόκχαους σχεδόν καταστράφηκαν από τους βομβαρδισμούς των Συμμάχων το 1943. Λέγεται ότι ο ίδιος ο Ουίνστον Τσόρτσιλ ενδιαφέρθηκε για την τύχη του και όταν σαν από θαύμα το κείμενο εντοπίστηκε άθικτο, καταχώθηκε σε μια τραπεζική θυρίδα ασφαλείας. Το 1960 είδε το φως της δημοσιότητας στην ολότητά του στην αυθεντική γαλλική γλώσσα και έξι χρόνια αργότερα στην αγγλική. «Το πρόβλημα ήταν ότι η πρώτη εκδοχή κυκλοφόρησε κάπως βιαστικά, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλά ψεγάδια και παροράματα στο κείμενο», εξηγούσε ο Ιγκαλένς. «Η τωρινή έκδοση είναι πιο προσεγμένη. Δεν περιέχει κάποια συνταρακτική αποκάλυψη που θα ανατρέψει την εικόνα μας για τον Καζανόβα, αλλά αυτό που την κάνει νέα και ξεχωριστή είναι οι παραλλαγές της ακόμα και σε ολόκληρες σελίδες».

Υπάρχει λόγου χάρη η πρώτη επίσκεψη του Καζανόβα στο Παρίσι το 1750, στην οποία ο συγγραφέας αναφέρει ότι επισκέφθηκε ένα «maison de plaisir» (σπίτι της ηδονής) με το όνομα Hotel de Roule, το οποίο διεύθυνε μια κάποια Madame Paris. «Η νέα μεταγραφή είναι ακριβέστερη και με περισσότερες λεπτομέρειες», επισήμαινε ο Ιγκαλένς. «Ο Καζανόβα περιγράφει τις γυναίκες του πορνείου, πώς έμοιαζαν, πώς πληρώνονταν και περιγράφει ακριβώς τι συνέβη. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο αυθεντικό χειρόγραφο και στην έκδοση του 1960».

Ισως λοιπόν γι’ αυτούς τους λόγους η νέα έκδοση παραθέτει αμφότερες τις εκδοχές της «Ιστορίας της ζωής μου» δίπλα δίπλα, προκειμένου να δώσει έμφαση στις αναντιστοιχίες. Σαν να υποψιαζόταν μάλιστα και ο ίδιος ο πρωταγωνιστής τις διάφορες αναγνώσεις που ήταν ικανή να πυροδοτήσει η ζωή του, ξεκινούσε την εξιστόρηση των περιπετειών του με κάτι σαν ανιδιοτελή δήλωση αποποίησης ευθυνών: «Αρχίζω δηλώνοντας στον αναγνώστη μου ότι για όλα όσα έχω κάνει στη διάρκεια του βίου μου, καλά ή κακά, είμαι σίγουρος ότι έχω αποκομίσει κέρδος ή μομφή. Συνεπώς, θεωρώ τον εαυτό μου ελεύθερο. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, αλλά μόνο αν το πιστεύει. Η μόνη μέθοδος που είχα ποτέ ήταν να αφήνω τον εαυτό μου εκεί που η πνοή του αγέρα με πήγαινε».