Η σύγκρουση αστικής και αγροτικής κοινωνίας – ή, αν θέλετε, εκσυγχρονισμού και υπανάπτυξης – διαπερνά το βιβλίο. Δύο σώματα δικαίου αντιμάχονται μεταξύ τους για να αποδειχθεί ότι η οπισθοδρομικότητα και η παράδοση συχνά εμπεριέχουν ηθικούς κανόνες σοφότερους από αυτούς που πρεσβεύουν οι κάτοικοι της πόλης και η επίσημη Δικαιοσύνη. Από την άλλη μεριά, ο Πιτ Ντέξτερ πραγματεύεται με επάρκεια την αναζήτηση της επιτυχίας και της φήμης με την πρώτη κιόλας φράση του βιβλίου, από τα χείλη του 19χρονου τότε αφηγητή: «Ο αδελφός μου ο Γουόρντ υπήρξε κάποτε διάσημος». Στην υπηρεσία της πολυπόθητης βράβευσης θα θυσιαστούν ζωές και θα ενοχοποιηθεί μια ολόκληρη κοινωνία, ενώ ο θριαμβευτής Γιάρντλεϊ, αδίστακτος χαλκευτής των γεγονότων, θα δυσφημισθεί και ο ίδιος, όντας ανίκανος να διαχειρισθεί την επιτυχία του. Παραπέρα, ο θανατοποινίτης Χίλαρι θα αποδειχθεί ευτυχέστερος στη φυλακή από ό,τι απελευθερωμένος – σχόλιο που θέτει εν αμφιβόλω τόσο την αμερικανική ιεροποίηση της ελευθερίας όσο και την ικανότητά μας να αφομοιώσουμε τα μεταμοντέρνα απελευθερωτικά προτάγματα. Θα απομείνει ο νεαρός Τζακ, έχοντας πια επιστρέψει στην Κομητεία Μόουτ για να διευθύνει την τοπική εφημερίδα, να αναπολεί τον αδελφό του και την απεγνωσμένη του προσπάθεια να ανασυγκροτήσει το Ολον, να βάλει τάξη στο χάος της πραγματικότητας, να γεμίσει εντέλει τα κενά του χάρτη κατασκευάζοντας τους ελλείποντες κρίκους μιας ραγδαία μεταλλασσόμενης πραγματικότητας.

Οι χαρακτήρες του Ντέξτερ πάσχουν από έλλειμμα αγάπης. Τους λείπει η ικανότητα επικοινωνίας και μόνο απέναντι στη φύση και στο γυναικείο φύλο γίνονται ικανοί να εκφρασθούν βγαίνοντας από τα προσωπικά οχυρά τους. Υπάρχουν απόηχοι από Φόκνερ και Χέμινγουεϊ σε αυτό το βίαιο βιβλίο, όμως υπάρχουν και ανεξάντλητα αποθέματα τρυφερότητας, μελαγχολίας, αδελφικής αφοσίωσης και αδιεξόδων της ενηλικίωσης, που ανακαλούν τον «Φύλακα στη σίκαλη» του Σάλιντζερ. Μου θύμισε ακόμη τη βαριά φιλμική εκείνη ατμόσφαιρα του αμερικανικού Νότου όπως αναδυόταν στην αρχετυπική «Ιστορία ενός εγκλήματος» του Νόρμαν Τζούισον.