Με όλα αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο την τελευταία δεκαπενταετία ο εικοστός πρώτος αιώνας δείχνει σαν να δουλεύει για την ευημερία των επαγγελματιών της όρθιας κωμωδίας (stand up comedy). Οι οικονομέτρες υπόσχονται εισοδήματα μέσα από αυθαίρετους αλγόριθμους και αντιμετωπίζουν τους φτωχούς ως παράπλευρες απώλειες ενός ξέφρενου ψυχολογικού πειράματος με διαρκώς μεταβαλλόμενους κανόνες. Οι πολιτικοί ηγέτες εκτοξεύουν σε καθημερινή βάση κρύα χωρατά για να δείχνουν προσιτοί στην εκλογική πελατεία τους και ύστερα αποδίδουν τις ανακολουθίες τους σε μυστηριακές απαιτήσεις του καπιταλισμού. Οι ομιλητικοί δημοσιολόγοι και γνωμοδότες των μέσων μαζικής επικοινωνίας χτυπιούνται, συνθηματολογούν, επιδεικνύουν ότι δεν έχουν ιδεολογία, μεθοδολογία, ειδικές γνώσεις. Οι μισοί καλλιτέχνες της εικόνας –εκείνοι που δεν ζουν συνεχώς με τον φόβο ότι θα μπλεχτούν με τα πίτουρα –κάνουν ό,τι μπορούν για να φαίνονται χαριτωμένοι, αφελείς και μίσθαρνοι.

Ο εικοστός πρώτος αιώνας δεν έχει πάψει να ταπεινώνει και τους λογοτέχνες αξιώσεων. Για την ακρίβεια, οι δόκιμοι πεζογράφοι και ποιητές δεν σταματούν να εισπράττουν σφαλιάρες. Βλέπουν τα βιβλιοπωλεία γεμάτα με οδηγούς μαγειρικής, με αισθηματολογικά πονήματα, με συγγράμματα αυτοβοήθειας, με αστυνομικά πεζά από κάθε γωνιά του πλανήτη και με κείμενα που περιγράφουν περιπέτειες ανήλικων μάγων και τυχοδιωκτών σχολικής ηλικίας. Αισθάνονται ότι δεν πρέπει να αποκηρύξουν τη διανοητική νωθρότητα, τη συναισθηματική χλιαρότητα, τον ηθικό σχετικισμό, την προσποιητή ηδονοθηρία, αν θέλουν να εκφράσουν με σχετική πειστικότητα κάποιες πλευρές της συλλογικής συνείδησης. Σπρώχνονται από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα να βουτήξουν στο πλαγκτόν του Διαδικτύου –να φτιάξουν ιστοσελίδα ή ιστολόγιο, να ενταχθούν στα περιβόητα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Επιπλέον, μέρα παρά μέρα βομβαρδίζονται από εκδότες και άλλους μεσάζοντες με δήθεν συναρπαστικές τεχνολογικές λύσεις, οι οποίες θα κάνουν το παραδοσιακό βιβλίο να παραδώσει επιτέλους τη θέση του σε κάτι πιο θελκτικό, σε κάτι αενάως ρηξικέλευθο.

Οπως φαίνεται καθαρά από το πρόσφατο (2012) μυθιστόρημά του «Αστική ζωολογία» , ο Χάουαρντ Τζέικομπσον ενδιαφέρεται βαθιά για το δεύτερο σκέλος των τραγελαφικών σύγχρονων εξελίξεων. Φυσικά δεν είναι ο μόνος πεζογράφος του αγγλοσαξονικού χώρου που αποφάσισε να γράψει βιβλίο με καταγγελτικό περιεχόμενο τέτοιας μορφής. Ο Τζέικομπσον έχει ωστόσο σοβαρότατους λόγους για να προβληματίζεται σχετικά με το μέλλον της λογοτεχνίας. Είναι Αγγλος και ξέρει ότι η χώρα του θα υιοθετεί πάντοτε όποια αντιπνευματική ιδέα γεννιέται στο εκδοτικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Είναι Εβραίος και γνωρίζει τι λογής ισοπεδωτικές επιπτώσεις στον πολιτισμό φέρνουν οι δήθεν συγκλονιστικές καινοτομίες που γεννιούνται στα αιωνίως ανήσυχα μυαλά των επιχειρηματιών. Είναι εβδομηντάρης, πήρε το πολυπόθητο βραβείο Μπούκερ πολύ καθυστερημένα (το 2010) και ανησυχεί για το ενδεχόμενο της εξαφάνισής του από τη συλλογική μνήμη. Από την άλλη πλευρά, είναι ένας συγγραφέας που γράφει σκληρές κωμωδίες με μάλλον σεξιστικά στοιχεία και συνοδεύεται από τον χαρακτηρισμό «ο άγγλος Φίλιπ Ροθ». Επομένως θα ήταν αδιανόητο για κείνον να μην ασχοληθεί με ένα θέμα που δίνει τόσες δυνατότητες για πικρή διακωμώδηση και ανελέητη κριτική. Στην «Αστική ζωολογία» ο Τζέικομπσον δεν έκανε πάντως κάποια υπέρβαση στη δομή ή στο ύφος: έστησε μια ευκολονόητη πρωτοπρόσωπη αφήγηση με πρωταγωνιστή τον σαρανταπεντάρη αγγλοεβραίο μυθιστοριογράφο Γκάι Εϊμπλμαν.

Στις 430 σελίδες του βιβλίου ο Εϊμπλμαν περνάει μεγάλες ταλαιπωρίες και μας χαρίζει άφθονο γέλιο. Γράφει κυρίως για το σεξ και αισθάνεται ότι η αστραφτερή διαστροφή των καιρών μας απειλεί την πρωτοκαθεδρία της σάρκας. Πάσχει από συγγραφική δυσκοιλιότητα και δυσκολεύεται να βρει ένα θέμα που να αντανακλά το πνεύμα της εποχής μας. Είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν τον εκτιμά ως δημιουργό και που θέλει να πάρει τη θέση του στη λογοτεχνική σκηνή. Οποτε αναγκάζεται να μιλήσει σε κοινό για τα βιβλία του, δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις από φανατικούς της πολιτικής ορθότητας, από φεμινίστριες εγκλωβισμένες σε σαθρά στερεότυπα, από ενθουσιώδεις χρήστες του Διαδικτύου, ακόμη κι από οπαδούς των παιδικών αναγνωσμάτων και των ιστορικών μυθιστορημάτων. Οποτε υποχρεώνεται να διαπραγματευτεί με ατζέντες και εκδότες, νιώθει ότι συνομιλεί με ανθρώπους που έχουν γίνει αυτοκτονικοί ή κυνικοί επειδή η συγγραφή λογοτεχνίας –ως μαστορική και ως επιτήδευμα –πνέει τα λοίσθια. Μετά το μέσο του βιβλίου, μάλιστα, βλέπει τον μεγαλύτερο εφιάλτη του να ζωντανεύει: βλέπει τη σύζυγό του να γίνεται συγγραφέας και να κατακτά παγκόσμια φήμη με το πρώτο της μυθιστόρημα.