Το 1982 εκδόθηκε στη Βουλγαρία ένα βιβλίο με τίτλο «Ο φασισμός». Συγγραφέας αυτού του βιβλίου ήταν ο φιλόσοφος Ζέλιου Ζέλεφ, ένας από τους διαφωνούντες προς το καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και πρώτος πρόεδρος της δημοκρατικής Βουλγαρίας. Σ’ αυτό το βιβλίο ο Ζέλεφ, με πρόσχημα την ανάλυση των στοιχείων που συνέθεταν τα τρία φασιστικά συστήματα, τον ναζισμό, τον ιταλικό φασισμό και τον φρανκισμό, επεδίωξε να δείξει στους βούλγαρους αναγνώστες πόσο κοντά ήσαν αυτά από πλευράς λειτουργίας και ιδεολογίας με τον δικό τους «κομμουνισμό». Φυσικά δεν έκανε καμία αναφορά στον κομμουνισμό και γι’ αυτό το βιβλίο πέρασε από την επιτροπή λογοκρισίας.

Το βιβλίο βγήκε σε 10.000 αντίτυπα και από την πρώτη ημέρα της κυκλοφορίας του τεράστιες ουρές σχηματίστηκαν στα βιβλιοπωλεία για να το αγοράσουν. Οι Αρχές μόλις τότε κατάλαβαν τη σημασία του βιβλίου και έσπευσαν να το αποσύρουν. Το βιβλίο συνέχισε να κυκλοφορεί παράνομα (ως σαμιζντάτ – αυτοέκδοση) και η κατοχή του αποτελούσε δείγμα αντίστασης. Η κακόμοιρη επιτροπή λογοκρισίας δεν θα είχε πάθει αυτό το κάζο, που ποιος ξέρει τι στοίχισε στα μέλη της, αν είχε διαβάσει το βιβλίο «Ολοκληρωτική δικτατορία και αυταρχία» (1956) του πολιτικού επιστήμονα και πρωτοπόρου στην ανάλυση της φύσης των ολοκληρωτικών καθεστώτων Καρλ Γιόακιμ Φρίντριχ και του πολύ γνωστού καθηγητή του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, Πολωνοαμερικανού Ζμπίγνιεφ Μπρεζίνσκι.

Το βιβλίο του Ζέλεφ ακολουθούσε πιστά τη μεθοδολογία των δύο συγγραφέων και στη βάση κάποιων κοινών χαρακτηριστικών των ολοκληρωτικών δικτατοριών εξέταζε διαφορές και ομοιότητες του κομμουνισμού με τον φασισμό, χωρίς φυσικά να αναφέρει ούτε μία φορά τον όρο κομμουνισμός.

Ο Ζέλεφ ακολούθησε το ρεύμα που πρώτοι δημιούργησαν οι συγγραφείς του παρουσιαζόμενου βιβλίου. Αυτό το έργο αποτελεί μια επιμελημένη μετάφραση στα γερμανικά της πρώτης αγγλικής έκδοσης, σε μερικά σημεία εμπλουτισμένη με νέα στοιχεία από τον Κ. Γ. Φρίντριχ. Παραμένει όμως ουσιαστικά έργο των δύο συγγραφέων, πράγμα που τονίζει στον πρόλογό του και ο ίδιος ο Φρίντριχ.

Εδώ υποστηρίζεται πως η Ολοκληρωτική Δικτατορία (ΟΔ) είναι ένα πρωτόγνωρης βίας και ατομικής καταπίεσης καθεστώς, πολύ χειρότερο απ’ ό,τι είχε γνωρίσει έως τότε η ανθρωπότητα με τη μορφή της τυραννίας, της δεσποτείας ή και των αυταρχιών του παρελθόντος.

Οι συγγραφείς σπεύδουν να αναφέρουν πως δεν θεωρούν αυτά τα καθεστώτα ίδια, αλλά πως βρίσκουν ορισμένες περιοχές στις οποίες έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Αναφέρονται σε έξι κοινά χαρακτηριστικά που είναι:

Πρώτον, η ιδεολογία. Εδώ τονίζουν πως οι ΟΔ είναι καθεστώτα που βασίζονται στην πεποίθηση πως η Ιστορία είναι με το μέρος τους και κατά συνέπεια καμία θυσία δεν είναι ικανή να εμποδίσει την κυριαρχία της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας ή αυτήν της καθαρής φυλετικής κοινωνίας. Οι ΟΔ πιστεύουν πως τα προβλήματα λύνονται με τη βία και αυτήν εφαρμόζουν σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Οσο και διαφορετικές να είναι οι ιδεολογίες τους, αυτές εκλαμβάνονται από τις εξουσίες που τις προωθούν ως απλά εργαλεία στη μάχη της πάλης των τάξεων ή των φυλών.

Δεύτερον, το ένα και μοναδικό μαζικό κόμμα, κάτοχος της εξουσίας, το οποίο καθοδηγείται από έναν άνθρωπο-δικτάτορα. Αυτό το κόμμα είναι το βασικό στήριγμα της ΟΔ. Ο δικτάτορας-ηγέτης αυτού του κόμματος κατέχει μια απεριόριστη εξουσία και δρα επιτυχημένα επειδή στηρίζεται στην τρομοκρατική Μυστική Αστυνομία και στο μονοπώλιο των μέσων ενημέρωσης, που αποτελούν το τρίτο και το τέταρτο κοινό χαρακτηριστικό των ΟΔ. Τα επόμενα δύο κοινά χαρακτηριστικά είναι η κυριαρχία που κατέχει το κόμμα και ο δικτάτορας ηγέτης στη λειτουργία των Ενόπλων Δυνάμεων και η κεντρικά διευθυνόμενη οικονομία. Η τελευταία, είτε παραμένει ο ατομικός χαρακτήρας της κατοχής των μέσων παραγωγής είτε αυτά γίνονται κρατικά, κυριαρχείται από τον κεντρικό σχεδιασμό. Σχεδιασμό που στη μεν ναζιστική Γερμανία και στη φασιστική Ιταλία κυριαρχούνταν από την ιδέα του πολέμου, στη δε κομμουνιστική Σοβιετική Ενωση κυριαρχούνταν από την ιδέα της γοργής και με κάθε θυσία εκβιομηχάνισης.

Φυσικά η λειτουργία των ΟΔ δεν είναι απρόσκοπτη και χωρίς εσωτερικές συγκρούσεις. Στο βιβλίο παρουσιάζεται μια σειρά εσωτερικών αντιθέσεων που απειλούν την ολοκληρωτική εξουσία. Εκτός από τις αντιθέσεις υπάρχουν και θεσμοί, οι συγγραφείς τούς ονομάζουν «νησίδες αποχωρισμού», όπως η Εκκλησία, τα πανεπιστήμια, θύλακοι του Στρατού, οικογένειες, οι οποίες αντιστέκονται περισσότερο ή λιγότερο στις ΟΔ. Οι συγγραφείς μάλιστα έβλεπαν σ’ αυτές τις νησίδες μια δυνατότητα μετατροπής του σοβιετικού καθεστώτος σε αυταρχία αρχικά και από εκεί μια πορεία προς τον εκδημοκρατισμό του.

Η αμφισβήτησητης εξίσωσης

Πολλοί είναι αυτοί που αμφισβητούν την εξίσωση του κομμουνιστικού και του φασιστικού ολοκληρωτισμού. Ο Μαρκ Μαζάουερ μάλιστα τονίζει πως αυτή η εξίσωση «αποτελεί ένα ιδεολογικό κατασκεύασμα, το οποίο αποκρύπτει περισσότερα απ’ όσα αποκαλύπτει». Βεβαίως εδώ γίνεται σύγχυση μεταξύ της εξίσωσης και των ομοιοτήτων στον τρόπο λειτουργίας. Αυτοί που μιλούν απλά για εξίσωση είναι ελάχιστοι. Κυρίως αυτοί είναι είτε πρώην μετανοήσαντες κομμουνιστές είτε ρηχοί φιλελεύθεροι, είτε μάλλον ένας συνδυασμός των δύο.

Η μάχη κατά της εξίσωσης αποτελεί στρεψοδικία, γιατί το ερώτημα δεν αφορά αν αυτά τα καθεστώτα ήσαν ίδια, αλλά το αν ήσαν εξίσου ολοκληρωτικά. Το ζητούμενο δεν είναι η εξίσωση του κομμουνισμού με τον φασισμό, αλλά η αναγνώριση της ολοκληρωτικής τους φύσης. Αυτά τα καθεστώτα σε καμία περίπτωση δεν ήσαν ίδια, αλλά ταυτοχρόνως ήσαν το ίδιο και εξίσου ολοκληρωτικά, με τον δικό του τρόπο το καθένα. Αυτό ακριβώς υποστηρίζουν οι συγγραφείς σ’ αυτό τους το βιβλίο, το οποίο δεν έχει μόνο ιστορική σημασία, αλλά απαντά και σε σημερινούς προβληματισμούς για τη θέση της βίας στην Ιστορία.