Η επόμενη μεγάλη εκλογική αναμέτρηση θα δοθεί μετά βεβαιότητος τον Μάιο του 2014, οπότε προγραμματίζεται η διεξαγωγή των εκλογών για τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, αλλά και οι εκλογές για την Τοπική Αυτοδιοίκηση (περιφέρειες και δήμοι), όπως τουλάχιστον υπάρχει η σχετική πρόβλεψη στο άρθρο 9 του Ν. 3852/2010 (Καλλικράτης).

Αν παραμείνει σταθερή η κοινοβουλευτική πλειοψηφία και δεν οδηγηθούμε σε εθνικές εκλογές, τότε οι εκλογές για το Ευρωκοινοβούλιο και την Αυτοδιοίκηση δεν θα είναι «δεύτερης τάξης», αλλά μέγιστης πολιτικής σημασίας. Ενδέχεται να καθορίσουν ένα νέο πολιτικό πλαίσιο και τις συντεταγμένες του κομματικού συστήματος. Το αποτέλεσμά τους θα επιτρέψει μια σοβαρή αξιολόγηση των τάσεων του εκλογικού σώματος που θα αποτυπωθεί στην κάλπη στο διάστημα που μεσολάβησε από τις εκλογές του 2012 έως το 2014.

Η επιλογή της κορύφωσης της αντιπαράθεσης μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει κανένα όφελος για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, ούτε για τα κομματικά επιτελεία που τη μεθοδεύουν. Αν ο στόχος είναι η συσπείρωση οπαδών μέσω της κατασκευής ενός αντιπάλου, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά, καθώς τα επίπεδα κομματικής ταύτισης σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά.

Θα είναι λάθος της ΝΔ να στοχοποιήσει τον ΣΥΡΙΖΑ αποκλειστικά στο πεδίο της συμπάθειας ή ανοχής ορισμένων στελεχών του προς την ιδεολογία και τις πρακτικές της άκρας Αριστεράς. Με τον τρόπο αυτόν μπορεί να κερδίζει επικοινωνιακούς πόντους σήμερα, αλλά θα χάσει πόντους σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα στο μέτρο που η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει να επιβάλει μια κόκκινη γραμμή στις «πολιτικά μη ορθές» φωνές (π.χ. διαγραφή ενός βουλευτή).

Από την άλλη πλευρά, η χειμερινή επιδρομή του ΣΥΡΙΖΑ στα κυβερνητικά ανάκτορα με στόχο την άμεση ανατροπή (λίστα Λαγκάρντ, κινητοποιήσεις μετρό κ.ά.) υπήρξε βεβιασμένη κίνηση και δεν εντάχθηκε σε μια συνολικότερη αντιπολιτευτική τακτική. Η επιμονή στην κριτική κατά της κυβέρνησης με όρους όπως «κοινοβουλευτική χούντα» ρίχνει νερό στον μύλο των αντισυστημικών και λαϊκιστικών κομμάτων που κατέλαβαν έδρανα τον Ιούνιο και εξακολουθούν σήμερα να δρέπουν δημοσκοπικούς καρπούς.

Τα δύο μεγάλα κόμματα, λοιπόν, επί του παρόντος δεν διαθέτουν μια στρατηγική με ορόσημο τις διπλές εκλογές το 2014. Προσωπικά πιστεύω ότι αμφότερα τα κόμματα και το πολιτικό σύστημα εν γένει θα αποκομίσουν οφέλη αν ο συμβιβασμός γίνει ο γνώμονας της πολιτικής τακτικής.

Ο πολιτικός συμβιβασμός διαφοροποιείται από τη συναίνεση και αναφέρεται σε μια διαδικασία σύζευξης των διαφορετικών επιμέρους αντιλήψεων και συμφερόντων με γνώμονα το υπέρτατο δημόσιο συμφέρον.

Πρώιμες ενδείξεις ενός συμβιβασμού παρατηρούμε για παράδειγμα στις τελευταίες κινήσεις του κ. Τσίπρα με τα ταξίδια σε Γερμανία και ΗΠΑ. Στις συναντήσεις αυτές δεν εκφράστηκε κάποια συναίνεση στο Μνημόνιο ή στην αμερικανική πολιτική, αλλά εκφράστηκε η μετακίνηση από μια άκαμπτη θέση απόρριψης σε μια διάθεση συνάντησης των διαφορετικών οπτικών και θέσεων. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι με τις συναντήσεις αυτές ο κ. Τσίπρας συζήτησε εμμέσως πολιτικά με τον κ. Σαμαρά και τέθηκε ένα πρώτο πλαίσιο κοινών παραδοχών για τη μεγάλη συζήτηση και τον συμβιβασμό κυβέρνησης και αντιπολίτευσης που πρέπει να διεξαχθεί στη χώρα μας.

Ενα άλλο δείγμα συμβιβασμού υπήρξε η πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας κ. Αρβανιτόπουλου να αναζητήσει κοινό τόπο με την ακαδημαϊκή κοινότητα, να τροποποιήσει νομικές διατάξεις και τελικά να επιτευχθεί η εφαρμογή του νόμου για την εκλογή των νέων συμβουλίων διοίκησης, αποφεύγοντας μια αναζωπύρωση του πανεπιστημιακού μετώπου.

Μια άλλη θετική εξέλιξη υπήρξε η δημόσια συζήτηση Εκκλησίας και Αριστεράς με στόχο την εξομάλυνση της ιδεοληψίας που κατατρέχει κύκλους και στις δύο πλευρές, αλλά και στην κατανόηση ότι οι σωτηριολογικές και βαθιά ανθρωπιστικές αξίες της πρώτης δεν μπορεί να αφήνουν αδιάφορη τη δεύτερη.

Είναι βέβαιο ότι ο συμβιβασμός δεν μπορεί να καλύψει όλα τα θέματα, γιατί αυτό θα σήμαινε συγχώνευση κομμάτων, πράγμα αδύνατο. Αυτή τη στιγμή, όμως, απουσιάζει η όποια σύμπτωση απόψεων, και όχι απλώς ο ελάχιστος κοινός παρονομαστής. Πρέπει να δοθεί το μήνυμα ότι το πολιτικό προσωπικό αναδείχθηκε στη Βουλή όχι για το τηλεοπτικό θεαθήναι, αλλά για να κάνει πράξη τη συνεννόηση, να λάβει μέτρα ειρήνευσης μιας κοινωνίας που βιώνει την κατάρρευση του βιοτικού της επιπέδου και να οδηγήσει στην πολιτική εξορία μόνο τους ακραίους και όχι την κοινή λογική.

Ο Μάνος Γ. Παπάζογλου είναι λέκτορας Πολιτικών Συστημάτων στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου